Quantcast
Channel: στίγμαΛόγου
Viewing all 855 articles
Browse latest View live

Ο ρόλος της μετάφρασης και του διαδικτύου στην πρόσληψη της ποίησης σήμερα

0
0
Η ποίηση, ως απόσταγμα αισθήματος και βιώματος, φαντασίας και ονείρου, υπερβατικότητας και ρεαλισμού, είναι ένα πνευματικό γεγονός που, αν και πιστώνεται στο πρόσωπο του ποιητή και στα λογοτεχνικά πεπραγμένα μιας χώρας, δεν ανήκει παρά στην ίδια τη γλώσσα και επομένως στην καθολική ψυχή. Υπό την έννοια αυτή, είναι λοιπόν εξ αρχής παγκόσμια. Εντούτοις, όσο κι αν μια τέτοια αντίληψη αποδίδει στην ποιητική τέχνη την ευρύτερή της διάσταση, ένα ποιητικό έργο, ως γνωστόν, χρειάζεται να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες για να υπερβεί πρακτικά τα εθνικά του όρια και να διαχυθεί «στον κόσμο». Γι’ αυτό άλλωστε και ο George Steiner έχει γράψει: Η στιγμή της μετάφρασης είναι αποφασιστικής σημασίας, είναι το άλμα από το τοπικό στο καθολικό.

Αυτή ακριβώς η δυνατότητα της μετάφρασης που κάνει την ποίηση να απλώνεται και να συνδιαλέγεται προσκαλώντας σε χρήσιμες συζεύξεις, θα επιτρέψει στον Pound να συναντήσει τη Σαπφώ: «Δεν γνωρίζω πιο όμορφη ωδή από το “Ποικιλόθρον”», θα σημειώσει. Ο Pound θα συγκρίνει τον Κάτουλλο με τη Σαπφώ, θεωρώντας τον ισάξιό της (όπως άλλωστε και τον Προπέρτιο), καταργώντας ανάμεσά τους κάθε απόσταση, πνευματική, φιλολογική, γεωγραφική, ιστορική. Το ίδιο θα κάνει και για το κλασικό ποίημα «Ναυτικός» (ανωνύμου, γραμμένο σε αρχαία αγγλικά τον 8ο αιώνα), αξιολογώντας το ως το μόνο που μπορεί να συγκριθεί με το «Γράμμα του Εξόριστου» του κινέζου Λι Πο, συνδέοντας με θαυμαστή απλότητα την Ανατολική και τη Δυτική ποιητική παράδοση, αλλά και τους ετερόκλητους ψυχισμούς που αντιπροσωπεύουν αυτοί οι δύο τόσο διαφορετικοί κόσμοι. Έτσι αναμειγνύει γλώσσες, εθνικές ταυτότητες, ψυχικές ιδιαιτερότητες, κουλτούρες, καλλιτεχνικές περσόνες, καλλιτεχνικές διαδρομές, ορίζοντας την ποίηση ως συνεκτική ουσία, ως μια δημιουργική ζωή που κυλάει από φλέβα σε φλέβα, αντλώντας αίμα από τη μία καρδιά του Όλου Ανθρώπου.

Υπάρχουν ποιητικά έργα που έχουν γίνει καθολικά αποδεκτά ως αξίες (λόγω της λαϊκής αποδοχής τους, αλλά και λόγω του σεβασμού των «ειδικών»), όπως τα έργα του Ομήρου, του Σαίξπηρ, του Καβάφη και, εξαιτίας αυτής ακριβώς της γενικής αποδοχής, αποτελούν μια κοινή πολιτιστική αναφορά, ένα αναγνωρισμένο κοινό κτήμα που εμπεριέχεται πιο φανερά στην έννοια της παγκοσμιοποίησης. Όμως, καθώς ανακαλύπτουμε τις επί μέρους εσωτερικές δραστηριότητες της ποίησης (όπως, για παράδειγμα, ότι οι Προβηγκιανοί ποιητές έζησαν και στη Γαλλία, μέσα στο έργο του Βιγιόν, επίσης στην Αγγλία, μέσα στο έργο του Τσώσερ, και φυσικά στην Ιταλία, μέσα στο έργο του Δάντη – για να αναφέρω μερικές περιπτώσεις επιδράσεων που μου έρχονται πρόχειρα στο νου), αντιλαμβανόμαστε ότι η δυνατότητα του ποιητικού λόγου να ενεργοποιεί αθέατες αναμοχλεύσεις, ανταλλαγές και αλληλεπιδράσεις οφείλεται στο ότι φέρει εξ αρχής τον χαρακτήρα της παγκοσμιότητας. Πρόκειται για τη φυσική κίνηση της γλώσσας, που μέσα από το ποιητικό απόσταγμα εκρήγνυται παντού.

[…] Ως γνωστόν, τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας είναι οι τόποι όπου η επαφή ανθρώπων, γλωσσών και πολιτιστικών αγαθών αποτυπώνουν το νέο κοινωνικό και ηθικό γίγνεσθαι. Ο παγκόσμιος ιστός φιλοξενεί το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης, ένα τεράστιο υλικό, φιλολογικό, επιστημονικό, ιστορικό, φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, δημοσιογραφικό, και φυσικά όλες τις παρακαταθήκες της λογοτεχνίας, από την αρχαία της ιστορία έως τη νεώτερη, αλλά και τη διαρκή, εν τω γίγνεσθαι, ροή της. Ο ιστός αποτελεί την κοινή τράπεζα, πάνω στην οποία το Πνεύμα παρουσιάζεται και παρέχεται σε όλους χωρίς το πρόβλημα της γλώσσα, αφού, εκτός από τη φιλοξενία πρωταρχικών λογοτεχνικών έργων, υπάρχουν έτοιμες πολλές λογοτεχνικές μεταφράσεις, αλλά και η δυνατότητα άμεσης μεταγραφής κειμένων μέσω του μεταφραστικού συστήματος της Google.

[…] Κάπου διάβασα ότι ο παγκόσμιος ιστός αντιπροσωπεύει σήμερα τον παλιό μύθο του Πύργου της Βαβέλ. Θα έλεγα ότι ξαναζεί πράγματι ο μύθος αυτός, αλλά από την ανάποδη: Δεν πρόκειται πλέον για τον διαχωρισμό και την απόκλιση των γλωσσών, το χάσιμο του ενός κέντρου και τη διασπορά στην ετερότητα, αλλά για την περισυλλογή των γλωσσών, για τη δυνατότητα της συν-παρουσίασης, συν-ύπαρξης, συν-ύφανσής ους, για την ευρύτερη σύμπραξη στην οποία μετέχουν όλες οι κουλτούρες, τα καλλιτεχνικά πρόσωπα και οι ποικίλες ποιητικές τάσεις. Η πολυγλωσσία αυτή εγγράφεται στην Καθολική Ψυχή, στην καθολική έκφραση, και κάθε ενδιαφερόμενος, μέσω του ιστού, μπορεί να έχει εύκολα πρόσβαση.

Αλλά, όπως έχω ήδη γράψει σε άλλο κείμενό μου, το ερώτημα που θέτει ο 21ος αιώνας σε σχέση με αυτές τις νέες δομές της επικοινωνίας, είναι αν το internet καλλιεργεί την ανάπτυξη της ποίησης μέσω της ειδικής καλλιέργειας συγκινήσεων (που είναι και ο σκοπός της ποιητικής τέχνης), ή απλώς παρέχει «προϊόντα» στο παζάρι της ανάγνωσης και «διευκολύνσεις» στην ανεύρεση υλικού. Γιατί μπορεί το ποιητικό υλικό να εξυπηρετεί τους ειδικούς της λογοτεχνίας στην εργασία τους ή να επιτρέπει την εύκολη ενημέρωση των χρηστών, όμως με αυτή τη λειτουργία δεν είναι σίγουρο ότι η ποίηση, ως πράγμα, κυριολεκτικά, στις προθήκες της πληροφορίας, μπορεί να δράσει σε βάθος ως συγκινησιακό γεγονός.

Επομένως, δεν ξέρω αν το ποίημα της Σαπφούς που προανέφερα, το οποίο υπάρχει στον παγκόσμιο ιστό, έχει τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη συγκινησιακή ζωή του αναγνώστη. Δεν ξέρω αν παραμένει απλό «υλικό» προς βρώσιν, δηλαδή, ένα φιλολογικό μόρφωμα άνευ θερμοκρασίας, άνευ ζωντανής παρουσίας, ένα κείμενο που κείται χωρίς καρδιά μέσα στην πληθώρα των κειμένων, ή εάν, πράγματι, μπορεί να μεταφέρει την αυθεντική ουσία του αρχικού έργου, έτσι όπως τη βιώναμε εμείς κάποτε, τον καιρό που ψάχναμε στα βιβλιοπωλεία, σαν να ψάχναμε σε Ιερό.


Κλεοπάτρα Λυμπέρη


Σημ. Τα αποσπάσματα του κειμένου της κας Λυμπέρη αναδημοσιεύονται από το περιοδικό Poetix, τεύχος 19. Είναι η ομιλία της στην ημερίδα με θέμα Ποίηση και παγκοσμιοποίησηπου πραγματοποίησε ο Κύκλος Ποιητών νωρίτερα φέτος.

"Ο προσκυνητής του Βυζαντίου"του Ραμί Σαάρι

0
0
Ο Ραμί Σαάρι γεννήθηκε το 1963 στο Ισραήλ· εκεί και στην Αργεντινή πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε γλωσσολογία, σημιτικές και φινο-ουγγρικές γλώσσες στη Φινλανδία, την Ουγγαρία και το Ισραήλ. Το 2003 έγινε Δρ. Γλωσσολογίας, ενώ εργαζόταν όλο αυτό το διάστημα ως μεταφραστής. Έχει μεταφράσει στα εβραϊκά περισσότερα από 70 βιβλία από πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά. Το 2010 μάλιστα του απονεμήθηκε το Βραβείο Μετάφρασης της Φινλανδίας.

Ο Σαάρι, ο οποίος ζει και στην Αθήνα, έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 10 ποιητικές συλλογές και τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει τιμηθεί δύο φορές (1996 και 2003) με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Ισραήλ και μία (2010) με το Βραβείο της Ακαδημίας της Εβραϊκής Γλώσσας για την ποίησή του.

Η ανθολογία Ο προσκυνητής του Βυζαντίουαποτελείται από τέσσερις ενότητες. Πρόκειται για ενότητες που δεν αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες ποιητικές συλλογές στα εβραϊκά, αλλά συγκροτήθηκαν αποκλειστικά για την ελληνική έκδοση και περιλαμβάνουν ποιήματα από όλες τις συλλογές του ποιητή που έχουν εκδοθεί. Όπως γράφει η Αγγελική Δημουλή στην εισαγωγή, η πρώτη ενότητα («Προέλευση και προορισμός», 25 ποιήματα) πραγματεύεται τη σχέση του ποιητή με το Ισραήλ και τα Βαλκάνια. Η δεύτερη («Φοιτητής στο βορρά», 18) τη διαμονή του στη Φινλανδία, η τρίτη («Ωραίοι άνδρες στις διασταυρώσεις», 35) έχει για θέμα της τον ερωτισμό (ο ποιητής διόλου δεν κρύβει ότι είναι ομοφυλόφιλος) και η τέταρτη («Όψιμες απόψεις», 24) άπτεται ερωτημάτων για την κοσμοθεωρία και τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ποιητή, τη θέση του στον κόσμο, τις επιλογές του, την πάροδο του χρόνου, τα νιάτα και τα επερχόμενα γηρατειά.

Το Βυζάντιο του τίτλου υπονοεί τα σημερινά Βαλκάνια. Σε αυτά ταξιδεύει ο ποιητής, παρατηρώντας τους επιγόνους των Βυζαντινών και συλλέγοντας εμπειρίες. Ειδικά η Ελλάδα έχει εξέχουσα θέση στα ποιήματα της ανθολογίας. Στο πλαίσιό της μεταβαίνει ωστόσο και στη Βόρεια Ευρώπη, την ίδια στιγμή που η σκέψη του δεν φεύγει ποτέ από το Ισραήλ («αποδημητικά πουλιά θαρραλέα φωλιάζουν/ στην παγωμένη καρδιά του απογυμνωμένου ουρανού/ και κάτω από φτερά αεροπλάνων στέκει η ζωή θλιμμένη/ πατρίδα μου, Ισραήλ» – ποίημα «Η νύχτα πέφτει από ψηλά»). Στο ποίημα «Η γλωσσολογία της κάθε γενιάς» μιλά για τη μητρίδα που, κατ’ αντιστοιχία προς την πατρίδα, είναι ο τόπος γέννησης της μητέρας. Ο τόπος είναι σημαντικός, όμως ο τόπος, όπως αποδεικνύεται στη συλλογή, είναι κάτι το ρευστό – αλλιώς, είναι κάτι που βιώνεται πρωτίστως εντός, όπως και ο χρόνος.

Η γεωγραφική διάσταση ωστόσο είναι έντονη στη συλλογή και αναδεικνύει τις περιπλανήσεις του ποιητή, ο οποίος γίνεται, όπως επισημαίνει η Δημουλή, ένας flaneur –έννοια που στην ποίησή του ταυτίζεται με εκείνη του προσκυνητή. Θα μπορούσε να είναι ένας κοσμοπολίτης, αλλά όχι – οι περιπλανήσεις του αρχίζουν και τελειώνουν κυρίως στον εαυτό. Ωστόσο, το θέμα της εθνότητας σε αντιδιαστολή με την πολυσπερμία των λαών έρχεται και επανέρχεται στους στίχους. Το ίδιο και το θέμα της εστίας, η οποία τελικά συμπυκνώνεται στο ίδιο του το σαρκίο: το σώμα του είναι η έσχατη εστία και η μοναδική σταθερή του καταφυγή μέσα σε όλα του τα ταξίδια και τις περιπλανήσεις.

Η μητρική γλώσσα είναι και αυτή σημαντική στην ποίησή του – το ίδιο και ορισμένα εβραϊκά ήθη και έθιμα – με εξέχον την περιτομή: «εκεί τώρα άρχισε να φυτρώνει/ μια νέα ακροποσθία,/ κι όσο κι αν/ την τραβώ, αυτή/ δεν ξεπετσιάζεται» («Απειλή»). Η εικονοποιΐα του Σαάρι είναι εξαιρετικά ζωντανή («Αστραπές και πυκνά σκοτεινά σύννεφα/ διασταυρώνονται με βροντές οδεύοντας προς το Βυζάντιο» - στίχοι από το ομότιτλο της συλλογής ποίημα), αλλά εντέλει θρυμματίζεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε μέσα εικόνες, στιγμιότυπα από τα εσωτερικά τοπία του ποιητή.

Όσο για τον Θεό, παρουσιάζεται σαν «Θεός-κοπτήρας» που «ανελέητα τέμνει ακροποσθίες και νήματα ζωής» («Γη Χαναάν»), σαν τη δύναμη που τεμαχίζει τα πάντα στα εξ ων συνετέθησαν για να επιστρέψουν στη φύση. Σαν τέτοια δύναμη, ενίοτε ταυτίζεται με το αναπόφευκτο του θανάτου: «Μα αυτό είναι ακριβώς/ εκείνο που θέλω· να εξαφανιστεί κάθε ίχνος μου/ μες στα σωθικά τους, να επιστρέψω στη μεγάλη φύση/ να εισέλθω στον πελώριο κατατεμαχιστή του κόσμου» («Καμία σχέση με την Ιεζαβέλ»).

Και στο διάστημα μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ της ηδονής «που σ’ έφερε στον κόσμο» και του πόνου «του εκδιωγμού σου στο τέλος» («Η γλωσσολογία της κάθε γενιάς») συχνά ανιχνεύεται μια αίσθηση εγκλωβισμού και μια βαθιά μελαγχολία που διαποτίζει τα πάντα:

ΕΡΕΙΠΙΑ
Ό,τι απέμεινε από τον εαυτό μου είστε εσείς,
εσείς που δεν μπόρεσα να γίνω· ίσκιος
από βαριές και νυσταγμένες λέξεις που περνούν
απ’ τον ξύπνιο στον ύπνο όπως περνάει κι ο καιρός.

Μόνο χάρες και δώρα απέμειναν απ’ τα συντρίμμια του πόθου,
μια βούληση να μεταβάλλεται κανείς ολοένα· να καταστρέφεται
ολοσχερώς, να ανασταίνεται και να δημιουργεί τον εαυτό του
πάλι απ’ την αρχή αφού γνώρισε την απώλεια
και μετατράπηκε σε ερείπια.

Στο τέλος μένει μόνο μια βαθιά μελαγχολία
μόνο σκόνη κι ατελεύτητη συντριβή.


Όχι ότι δεν γνώρισε την ευτυχία, όπως πολλές φορές περιγράφει στους στίχους του. Απλώς η ευτυχία δεν κατάφερε ποτέ να καθορίσει ολοκληρωτικά την ύπαρξή του.

Χριστίνα Λιναρδάκη 
Φιλόλογος, μεταφράστρια


Σημ.: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικόΜανδραγόρας,τεύχος 59.


Χαϊκού του αστικού τοπίου

0
0
Παραδοσιακά, τα χαϊκού πάντα συνδέονταν με την φύση και τις εποχές, όμως -όπως ήταν αναμενόμενο- το σύγχρονο αστικό τοπίο αποτέλεσε επίσης πηγή έμπνευσης, αντικατοπτρίζοντας  τις συνθήκες ζωής στην πόλη, την νευρικότητα, την ανασφάλεια, την αποξένωση. Η φύση βέβαια κατορθώνει να διεισδύσει και να επηρεάσει τους ανθρώπους και στα αστικά κέντρα, παρ’ όλες τις παρεμβάσεις στο περιβάλλον... Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί στα παρακάτω παραδείγματα:


υπερθέρμανση του πλανήτη

πάγος στο Παρίσι

ακίνητος πάγος


Srivivasa Rao Samban



καταιγίδα με χαλάζι…

οι γόβες στιλέτο επιταχύνουν

στο πεζοδρόμιο


Martha Magenta



στον καθεδρικό ναό

τα πόδια μου λυγίζουν

ανάμεσα στα ουράνια τόξα του φωτός


Marilyn Humbert


Σε πολλά από τα σύγχρονα χαϊκού πάλι, διαπιστώνεται αλλαγή ύφους και διάθεσης που εκφράζει τον μοντέρνο τρόπο ζωής:


ειδήσεις τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου

παγωμάρα απλώνεται--

μαζική δολοφονία σε σχολείο


Priscilla Lignori



βαθύς στεναγμός καθώς βλέπω

το κατεδαφισμένο σημείο

όπου βρισκόταν το παλιό μου σπίτι


Niloufar Behrooz


Σε κάθε περίπτωση, η ποίηση αυτών των μικρών κειμένων/ποιημάτων δίνει στους ανθρώπους την δυνατότητα να εκφράσουν τα πιο βαθιά  τους συναισθήματα σ’ έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από εκείνον μέσα στο οποίο γεννήθηκαν τα χαϊκού:


νυχτερινή βάρδια …

ακούγοντας την

τελευταία  σου ανάσα


Samantha Sirimante Hyde



λάμψεις της πάχνης

οι μνήμες της μητέρας μου τώρα

τα διαμάντια μου …


Jeanne Jorgensen



αφρός της θάλασσας

η θλίψη έφυγε επιτέλους

από μένα


Debbie Strange



νύχτα μ’ αστέρια που πέφτουν

πλένοντας το πρώτο αίμα της κόρης μου

απ’ το εσώρουχο της


Ανώνυμο


Τον Απρίλιο του 2014 οι New York Times, στο πλαίσιο του Εθνικού Μήνα Ποίησης, προκήρυξαν έναν διαγωνισμό για τα καλύτερα χαϊκού  με έμπνευση την πόλη της Νέας Υόρκης. Τα θέματα  έπρεπε να είναι η μοναξιά, το νησί της Νέας Υόρκης, η κίνηση στην πόλη, το πρωινό ξύπνημα στις έξι, οι ξένοι, η ευγένεια της καθημερινότητας. Η ανταπόκριση ήταν καταπληκτική (2.800 χαϊκού σε δυο μέρες), γεγονός που αποτέλεσε έναυσμα και για άλλους, παρόμοιους διαγωνισμούς. Από τα χιλιάδες ποιήματα, μια επιτροπή επέλεξε τα καλύτερα, μερικά απ'αυτά είναι και τα ακόλουθα:



ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ – ΚΙΝΗΣΗ



Kαταιγίδα την αυγή.

Το αμάξι βουλιάζει στην λακκούβα, όμως,

Η αύρα της άνοιξης έχει άρωμα σαμπάνιας.


Dan Stackhouse, 43 ετών, Μανχάταν 



Κρυμμένος ανάμεσα στα

ζόμπι της καφεΐνης που περπατούν. 

Ένας άνθρωπος του πρωινού.


Aimee Estrada 35 ετών, Hyde Park N. Y.



Δρόμοι παράξενα ήσυχοι

γυάλινοι  πύργοι  σκορπούν ροζ αποχρώσεις

τα πάρκα φιλοξενούν νευρικά σκυλιά


Lawrence T. Choi- Hausman, 46  ετών, Μπρούκλιν



Αστροφώς απ’ τους ουρανοξύστες

καληνυχτίζει τους παρδαλούς αιθέρες

Τάιμς Σκουέαρ λουσμένη στο  νέον 


Karen Maquilan, 32 ετών, Δυτική Νέα Υόρκη



Θρυμματισμένος ύπνος

Πρώτο θολό φως στον ποταμό Χάντσον

Ο τροχός  του χάμστερ γυρνά


Pamela Varkony, 67 ετών, Allentown, Pa



Αντίλαλοι στον σταθμό Γκραντ Σέντραλ

πνιχτές φωνές και βήματα

αναμονή για το Μετρό του Βορρά

 

 

Carol Slocum 66 ετών, Greenwich, Conn.




Τερματικός σταθμός Κόκκινο Αγγίστρι:

γερανοί σαν λέγκο τεράστια καραδοκούν ·

το μέλλον, καραδοκεί κι αυτό


Simon Blazer, 28 ετών, Brooklyn



ΕΥΓΕΝΕΙΑ 


Πίτσα ενός  δολαρίου μοιρασμένη

όαση στης νέας Υόρκης

την σκληρή  έρημο  ακρίβειας


Dannis Francis 42 ετών, Wards Island



ΤΟ ΝΗΣΙ


Το νησί έχει καταληφθεί.

Τσιμέντο το κατάπιε ως το μεδούλι,

ο παλιός κόσμος είναι νεκρός.


Marjorie (Jorie) 13 ετών Μανχάταν 



ΜΟΝΑΞΙΑ


Απ’  την ταράτσα, όπου στέκομαι,  

πετώντας τον χαρταετό του στον ουρανό

ο δρόμος χάνεται  μακριά.


Eugene Dunscom 83 ετών Southbury, Conn.


Κείμενο - Επιλογή -Μετάφραση:

Απόστολος Σπυράκης 



Σύνδεσμοι:

3. https://towardsdatascience.com/new-york-seeks-haikus-generating-haikus-from-nyc-government-job-descriptions-c27496a376fd 



"Ωδίνες της ποίησης"του Γιώργου Γκανέλη

0
0
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ

Ανάμεσα στη γη και σε μένα
παρεμβάλλεται ένας κρατήρας
ο Θεός απλώς τον παρατηρεί
παίρνουν φωτιά οι προβλέψεις:
Θα επιβιώσουν οι άγγελοι
απ’ την χρήση χημικών;
Ποιος είπε πως η επανάσταση
θα σταυρώσει τα χέρια της;
Εν συντομία, τι κόσμο θέλουμε;
Εγώ βέβαια δεν είμαι σίγουρος
ακόμη και για την ηλικία μου
πόσο μάλλον για την ανατροπή
τα ίδια λέγαμε σε άλλη γλώσσα
τα τείχη δεν γκρεμίζονται άλλο
να ξεκουραστούν τα τσιμέντα
κι οι ποιητές να γίνουν στάχτη
απ’ την αποτέφρωση των λαών.




Στη νέα του ποιητική συλλογή ο Γιώργος Γκανέλης επιστρατεύει έναν υπερρεαλισμό που δεν εξωραΐζει την πραγματικότητα, αντίθετα καταβυθίζεται στο τραύμα της και από την ουσία του φτιάχνει τις λέξεις του. Και αυτό το τραύμα δεν είναι άλλο από το κενό που χωρίζει τον κόσμο σε δυο μέρη· εκείνο που πεινάει και εκείνο που ευδαιμονεί, εκείνο που δυστυχεί και εκείνο που ευτυχεί. Μια άβυσσος που ολοένα μεγαλώνει και δημιουργεί μια πραγματικότητα δυστοπική, η οποία θαρρείς επιβιώνει μετά από μια πυρηνική καταστροφή. Ένα κενό δυσθεώρητο που γεννάει πολέμους, προκαταλήψεις και υψώνει τείχη μεταξύ των ανθρώπων. Η ψυχή του ποιητή σκοτεινιάζει από την ασκήμια του παρόντος, συντάσσεται με τους αδικημένους. Η ποίησή του λειτουργεί ως κομιστής του έσω μαυρισμένου κόσμου, έχει ως σημείο εκκίνησής της τη νύχτα. Οι στίχοι του γεννιούνται το βράδυ για να διαλυθούν με το πρώτο πρωινό φως, γίνονται πρόκες στο στόμα του ποιητή.

…Γιατί τίποτα δεν είναι πιο φρικτό/ απ’ τους άδειους σταθμούς/ που τουρτουρίζουν μεσάνυχτα/… Γι’αυτό και τα ποιήματα/ στριμώχνονται στις ράγες/ περιμένοντας κάποιο σφύριγμα/ όλα όμως το πρωί αυτοκτονούν/ Κατά τις οκτώ περνάει το τρένο/ και στρίβει για να μην τα πατήσει/…

Οι λέξεις του οργίζονται από τα πεινασμένα στόματα, τα ανθρώπινα ράκη που τρέφονται τη νύχτα από τα σκουπίδια, το κρύο, την παγωνιά, τη γυμνότητα των συναισθημάτων. Η θλίψη, ο θυμός, η αγανάκτηση, η απελπισία εκρήγνυνται, σκορπίζονται μέσα στην ποίησή του. Τα ποιήματα είναι προκηρύξεις που καρφώνονται στα τοιχώματα της καρδιάς και του μυαλού, σιτίζονται από τα σκουπίδια...

Το έμαθες το τροπάριο/ να κόβεις φέτες τη μέρα/ γιατί το παν δεν είναι/ η κολλητή σου μπλούζα/ ή το ξυρισμένο κεφάλι/ μα η άδεια σου κοιλιά/ η πείνα δεν σβήνεται/ με τα οκτάωρα ύπνου/ δε μασιέται ο ουρανός/

Και επιπλέον οι κάδοι/ μούσκεμα απ’ τη βροχή/ άλλη μια νύχτα ασιτία/ δόντια που ακονίζονται/ στο σφύριγμα του ανέμου/

Λοιπόν τέρμα τα αστεία/ δε βγαίνεις από το ποίημα/ αν δεν σου κάνω το τραπέζι


Η ποίησή του γίνεται καυστική, σαρκαστική, γεμάτη αλληγορίες για τις κοινωνικές ανισότητες, για την οικονομική κρίση. Ο λόγος γίνεται αιχμηρός, υπάρχουν στιγμές που οι λέξεις κόβουν σαν ξυράφι και πλημμυρίζουν με αίμα το ποίημα. Ο θάνατος, πάντα παρόν, ένας άγνωστος που παραμονεύει και δεν κάνει διακρίσεις, ακονίζει τα ψαλίδια/ κι ο δρόμος ένα εμπριμέ ύφασμα/ που πωλείται με το μέτρο/…
Στην ποίησή του η ευτυχία και η χαρά είναι λέξεις εξόριστες. Η αθωότητα βρίσκεται ξεχασμένη σε έναν υπνόσακο που επιπλέει στα νερά της Αμοργού μαζί με το φεγγάρι-ταχυδρόμο. Ο ποιητής δηλώνει ότι δεν γράφει ποίηση νοσταλγική για φεγγαρόφωτα και ηλιοβασιλέματα προς τέρψιν της καθεστηκυίας τάξης. Δεν είναι όλες οι λέξεις ίδιες, δηλώνει ο ποιητής.

Μα πιο πολύ/ η συνείδηση μετράει/ σωρηδόν οι πέτρες/ λιντσάρουν το φως/

έπρεπε να τυφλώσω/ δυο τρία ποιήματα/ ―εκεί να δεις Νόμπελ―/ μελλοθάνατες λέξεις/ των μπλε σαλονιών/ μετά τα σπίρτα/ κι η αυτοπυρπόληση/…

Μόνο τις νύχτες/ μη μας ξεχνάτε/ είναι μακρύς ο δρόμος/ μέχρι τη δικαίωση…

Η ποίησή του υιοθετεί την οδύνη του κόσμου, κοιτάει την πραγματικότητα κατάματα, εντρυφεί στη βαθύτερη αλήθεια της, προσπαθεί να ανοίξει ένα δρόμο. Μιλάει για κοινωνικούς αγώνες που περιμένουν ακόμα να δικαιωθούν και υπονομεύονται από τα προσωπικά συμφέροντα των ιθυνόντων· σάπιες ρίζες δοντιών, εστίες μικροβίων που πρέπει να ξεριζωθούν... Το απόστημα όταν σπάσει/ χύνεται ποτάμι το πύον/ δηλαδή μπαίνεις κόκκινος/ και βγαίνεις ασπρομάλλης/ … Το δόντι αποικία μικροβίων/ κι η μνήμη το αντιβιοτικό/ μα εγώ προτιμώ τους ιούς/ που συχνάζουν στα βιβλία…

Ο ποιητής γίνεται και ο ίδιος παθών, συχνά νιώθει ηττημένος από τις καταστάσεις, μιας και οι λέξεις από μόνες τους δεν επαρκούν για να αλλάξουν τίποτα έξω από το ποίημα. Ωστόσο δεν παραδίνεται εύκολα, εξακολουθεί να φτιάχνει ποίηση από μια πραγματικότητα που μέσα της ο ίδιος ομολογεί ότι νιώθει νεκρός.

Δεν παραδίνομαι εύκολα/ νομίζω πως το κατάλαβες/ έτσι πεισμωμένος βγαίνω/ κατά τις δώδεκα στην πόλη/ ξεκολλάω τα ενοικιαστήρια/ από την οδό Αναπαύσεως/ κι αργεί πολύ να ξημερώσει/ Τι διάολο Ποίηση γράφω/ κι ούτε ένας αναγνώστης/ να μου θυμίζει ότι δε ζω;

Οι προβλέψεις του για το μέλλον και αυτές δυσοίωνες:

Ένα πρωί /όλος ο κόσμος θα ερημώσει/ κι αντίθετα/ το χάος θα στεριώσει/ αυτά θα γίνουν στην ψυχή/ στο σώμα/ θα πέσει μαύρη πείνα/ τα μάτια θα ψάχνουν όραση/ οι υπόλοιπες αισθήσεις ουρανό/…

…οι ομορφιές στημένα ανέκδοτα/ θα σκάσουν σαν πέτρες/ τα πουλιά ιπτάμενα τέρατα/ αλυσοδεμένα στον ήλιο/

θα προσπαθήσεις να με βρεις/ διαβάζοντας το ποίημα/ (τι κοιτάς τις λέξεις;/ κόβουν οι συλλαβές σαν ξυράφι/ πάνω στο ματωμένο χαρτί)…


Ο λόγος του επιστρατεύει έναν κυνισμό που επιθυμεί να σοκάρει, να επιφέρει μια αλλαγή συνείδησης, να αναστατώσει τον αναγνώστη, να τον κάνει να αναρωτηθεί για τον εαυτό του και για τη θέση του στον κόσμο, να αναθεωρήσει τις πεποιθήσεις του. Ο ποιητής σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, αμφισβητώντας την ικανότητα των λέξεων να επιφέρουν την οποιαδήποτε αλλαγή, αν και βαθιά μέσα του αυτός είναι ο ευρύτερος σκοπός του. Ο ποιητής διψάει για αντι-ποίηση.
Χθες το πρωί μπήκα στο τραμ/ χιλιάδες επόμενες στάσεις/ και ποτέ δεν έμπαινε ο ήλιος/ ―πώς γίνεται να είμαι νεκρός/ και να μου ζητάνε εισιτήριο; ―

Η ποίηση του είναι ο τρόπος του να αντιστέκεται στο χάος, να μπορεί να υπάρξει, έχει το εύρος της ίδιας της ζωής του, είναι μια αντανάκλαση του εαυτού του: Οι στίχοι μου είναι ο εαυτός μου τη στιγμή της γραφής,αποφαίνεται ο ποιητής.

Η γραφή του Γιώργου Γκανέλη αναζωπυρώνει μια ντανταϊστική διάθεση. Θυμίζει εκείνη την ομάδα ανθρώπων που προσπαθούσε να αλλάξει συθέμελα τον κόσμο σε μια άλλη εποχή κρίσης, που αν και εκατό χρόνια πριν, μοιάζει τόσο πολύ στη δική μας σκληρή εποχή. Θέτει ξανά το ερώτημα για το ποιο είναι το νόημα της ποίησης στις μέρες μας. Ένα ομολογουμένως σκληρό και διαφορετικό ποιητικό εγχείρημα που εντυπωσιάζει με τη δύναμη και την ορμή του και πηγάζει κατευθείαν από τα έγκατα της ψυχής του ποιητή.

Κατερίνα Τσιτσεκλή



ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Στη δευτερολογία μου θα υποστηρίξω
ότι κάθε πρωί νυχτώνει. Εδώ και αιώνες.
Ξαφνικά θα βρεθώ καρφωμένος στο χάος
κι οι λέξεις ριγμένες στο χαρτί ανάποδα.

Υπάρχουν φόνοι που επαναλαμβάνονται
με το ίδιο θύμα, στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Το φεγγάρι, ας πούμε, πάντα σφαγμένο
στην αυλή μου. Ανεξιχνίαστο το έγκλημα.
Ο φυσικός δικαστής είναι ο αναγνώστης.
Κάτι που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

Εδώ τελειώνει κι αυτός ο κύκλος αίματος.
Η αλήθεια είναι πικρή, δεν εξωραΐζεται.


ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Το ποίημα δομείται με πρόκες
πρέπει να ξέρεις να καρφώνεις
αλλιώς γεμίζει το χαρτί αίματα

Και μη νομίζεις πως τελείωσες
μετά αρχίζουν τα πιο δύσκολα
να ξεκαρφώνεις μερικές λέξεις
και να τις πετάς στα σκουπίδια
να ξαλαφρώσει λίγο το ποίημα

Στο τέλος αναρωτιέσαι πότε
θα σε σταυρώσουν οι κριτικοί.


"Το ψωμί στο γόνατό μου και άλλα ποιήματα"του Οκτάι Ριφάτ

0
0
Πίσω απ’ την κλειδωμένη πόρτα του απογεύματος 
χαζεύω τις καλαμιές 
(«Στην όχθη») 

Ο Οκτάι Ριφάτ (Oktay Rifat Horozcu, 1914-1988) το 1941 εξέδωσε μαζί με τους Ορχάν Βελί Κανίκ και Μελίχ Τζεβντέτ Αντάι το περίφημο βιβλίο Garip (Παράξενο), το οποίο έδωσε το όνομά του στο πρωτοποριακό λογοτεχνικό κίνημα Παράξενη Ποίησηπου κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια στα τουρκικά γράμματα και συνίστατο στην απόρριψη των παραδοσιακών μορφών ποίησης και στην εισαγωγή της τουρκικής λογοτεχνίας στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.

Ειδικότερα, όπως γράφει ο καθηγητής τουρκικών σπουδών Αριστοτέλης Μητράρας στον πρόλογο της ανθολογίας, το κίνημα της Παράξενης Ποίησης στην Τουρκία χαρακτηρίστηκε από τον ενστερνισμό του υπερρεαλισμού, του ντανταϊσμού και της αυτόματης γραφής, ενώ απευθυνόταν στον απλό άνθρωπο και ασχολιόταν με τις ευαισθησίες και τα βιώματά του. Ήταν μια ποίηση με έντονα υλιστικά στοιχεία και με την ειρωνεία σε εξέχουσα θέση.

Ο Ριφάτ, ο οποίος δημοσίευσε μαζί με τον Ορχάν Βελί Κανίκ το ποίημα Ağaç (δέντρο), που θεωρήθηκε μανιφέστο του κινήματος, μεταφέρει ενίοτε την ιδεολογία του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού στην ποίησή του, προσδίδοντας σε αρκετά ποιήματά του αγωνιστικό-επαναστατικό χαρακτήρα για να τονίσει την αξία της αντίστασης, αλλά και για να ασκήσει κριτική στο καθεστώς μιας κοινωνίας υπό καταπίεση. Άλλα θέματα στην ποίησή του είναι η απελπισία, η θλίψη, η απογοήτευση και η απαισιοδοξία, πάντα μέσα στο πλαίσιο της καθημερινότητας και των απλών πραγμάτων, χωρίς να λείπουν και ποιήματα όπου ο Ριφάτ φαίνεται αισιόδοξος και εκφράζει την προσδοκία ότι θα έλθουν καλύτερες μέρες για τον άνθρωπο.

Όντας αντίθετος με την ιδέα της λογοτεχνικής «σχολής» και πιστεύοντας ότι η μονόπλευρη κατεύθυνση ενός κινήματος φθείρει πνευματικά, ο Ριφάτ θα αποχωρήσει τελικά από το κίνημα της Παράξενης Ποίησης, μόλις αποβιώσει ο ηγέτης του, Ορχάν Βελί Κανίκ.

Η συγκεκριμένη ανθολογία είναι χαρακτηριστική της ποιητικής του Ριφάτ. Πολλά ποιήματά του είναι απλώς παράξενα: πιάνονται από μια στιγμή και αφηγούνται ιστορίες που όμως δεν μαθαίνουμε ποτέ πώς συνεχίζονται, πολύ περισσότερο πώς τελειώνουν. Η γραφή του επιστρέφει πάντα στη φύση, η οποία προβάλλει σαν τη μόνη σταθερά σε έναν κόσμο αναπάντεχο και γεμάτο παράδοξα. Ως εκ τούτου η εικονοποιΐα του που συνδέεται με αυτήν είναι εκπληκτική, όπως δείχνουν και τα ακόλουθα αποσπάσματα:

Έτσι είναι
ο άνεμος της άνοιξης: τα σύννεφα περνούν,
η μπόρα σταματά, το φως
αντανακλάται σε βρεγμένα φύλλα.

(«Μετά τη βροχή»)

Όταν τα σύννεφα κοκκινίζουν
τα πουλιά μοιάζουν πιο λευκά·
[...] με τεράστια βήματα ο ουρανός
πατάει πάνω σε απογεύματα κι ελπίδες.

(«Ουρανός»)

Το βουνό, ο ουρανός, τα πουλιά, τα ψάρια, η θάλασσα, το άλογο είναι στοιχεία που επανέρχονται ολοένα στην ποίησή του και ενίοτε συμβολοποιούνται με έναν ήπιο τρόπο:

Τα ποιήματά μου είναι ψάρια
κι ένας γλάρος τινάζεται,
βουτάει και τα πιάνει –
(«Δες τι κρύβει ο βυθός»)

Η φύση παραπέμπει στην αθωότητα κι έτσι αρκετά ποιήματά του την αναδεικνύουν ως συνθήκη ενός αυθεντικού τρόπου ζωής, όπως φαίνεται π.χ. στα «Ο ποιητής, το κορίτσι και το πτηνό» ή «Κούνια και δρόμος», το οποίο παραθέτω ολόκληρο επειδή είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ο Ριφάτ διαχειρίζεται τη στιγμή: ως αφετηρία για μία δήλωση ή ένα συμπέρασμα.

ΚΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΔΡΟΜΟΣ
Το κορίτσι κάνει κούνια όρθιο·
πηγαίνει μπρος-πίσω και κοιτάζει
από σύννεφο σε σύννεφο
– δέντρο, τριφύλλι, ουρανός: όλα δικά του

«Παλαβό κορίτσι»,
λέει ο περαστικός,
«νομίζει πως τελειώνει ο δρόμος
εκεί που πέφτει η πέτρα του».

Κουβάρι όλα
– όνειρο ή πραγματικότητα
μόνο παιδιά και ποιητές
μπορούν να λύσουν πολύπλοκα προβλήματα.


Τον αυθεντικό τρόπο ζωής όμως, πρέπει κανείς να παλέψει για να τον κατακτήσει. Έτσι, δεν λείπουν ποιήματα που είναι μαχητικά και εμψυχωτικά, όπως π.χ. το ποίημα «Η ελευθερία έχει χέρια», απ’ όπου και το ακόλουθο απόσπασμα:

Αυτό θα πει ν’ αγαπάς την ελευθερία:
άπαξ και σ’ έπιασε, μην της ξεφύγεις
μην τη συνηθίσεις ποτέ –
από την πραγματικότητα ονειρεύεσαι κάτι πιο πραγματικό.

Ο Ριφάτ παίζει επίσης συχνά με το στοιχείο του αναπάντεχου ή του αιφνιδιασμού, όπως στα ποιήματα «Μια χειμωνιάτικη νύχτα» ή «Μήλο», απ’ όπου και οι ακόλουθοι στίχοι. Συχνά το αναπάντεχο δίνεται με σουρεαλιστική διάθεση:

Ρίχνω το δίχτυ στο παράθυρο
και πιάνω γυναίκες και παιδιά, σακάτηδες ζητιάνους,
καρακάξες και σκυλιά, πιτσιλωτές γάτες,
κάνα δέντρο, λίγο φως και βρύα.


Όπως γράφει στο επίμετρο ο μεταφραστής του βιβλίου, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, η γλώσσα του Ριφάτ είναι αποφασισμένη: θα φέρει στο επίπεδο της τέχνης την ανεπιτήδευτη ευαισθησία και τον στοχασμό του καθημερινού ανθρώπου. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω το εναρκτήριο ποίημα της ανθολογίας:

ΑΣΤΡΑ
Δίπλα στο βιβλίο το τετράδιο
δίπλα στο τετράδιο το ποτήρι
δίπλα στο ποτήρι το παιδί
στο χέρι του παιδιού μια γάτα.
Και πέρα μακριά: άστρα, αμέτρητα άστρα.


Ο Ριφάτ έχει έναν δικό του τρόπο να μας συστήνει εκ νέου τον κόσμο. Είναι ένας τρόπος παράξενος, όμως τρυφερός και δίκαιος· ταυτόχρονα, είναι αποκαλυπτικός των ανθρώπινων δυνατοτήτων: «είναι μέρα, πιες λίγο φως/ με τη φούχτα σου» («Κάποιες μέρες»).


Χριστίνα Λιναρδάκη
Φιλόλογος, μεταφράστρια




Σημ,: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο literature.gr με τίτλο "Μιλώντας για τα απλά".

“Οι πρόσφυγες και τα καθήκοντά μας απέναντί τους"του Κωνσταντίνου Α. Παπαγεωργίου

0
0
Πηγή φωτογραφίας: in.gr
Δεν αποτελεί πια έκπληξη η δημοσίευση κάποιου βιβλίου για τα ζητήματα που τίθενται από τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας και διεθνώς. Οι πρόσφυγες είναι, θέλουμε δεν θέλουμε, δίπλα μας. Κυκλοφορούν στις πόλεις και τα χωριά μας, ζητούν τροφή και στέγη. Άλλες φορές ζητούν εργασία για να επιβιώσουν, άλλες απλώς διευκόλυνση για να συνεχίσουν το ταξίδι τους για ένα καταφύγιο. Τι ζητούν όμως; Ποιος είναι ο προορισμός τους; Πού έχει το δικαίωμα να ζήσει πια ο πρόσφυγας, αφού δεν μπορεί να γυρίσει στη γενέθλια γη; Κάποιοι από μας θα έλεγαν ωμά: οπουδήποτε, αλλά όχι εδώ! Το τελευταίο επαναλαμβάνεται κυνικά και βασανιστικά, όλο και περισσότερες φορές, πρόσφατα, σχεδόν οπουδήποτε κι αν βρεθούν οι πρόσφυγες. Κάπως έτσι αρχίζει και το πρόβλημα.

Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, πέρα από τις αρετές μιας γνήσιας, αβίαστης γραφής, χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό στοιχείο. Σε αντίθεση με τις περισσότερες προσεγγίσεις στο πρόβλημα των προσφύγων που αρχίζουν και τελειώνουν με το να καταστρώνουν έναν αριθμό –πολλές φορές πληθωρικό– των δικαιωμάτων που οι πρόσφυγες διαθέτουν κυρίως ως άνθρωποι, ενδιαφέρεται να μας πείσει πρωτίστως για τα καθήκοντα που έχουμε απέναντί τους (από εκεί λοιπόν και ο τίτλος του βιβλίου). Μια τέτοια επιλογή δεν είναι καθόλου τυχαία. Νομίζω ότι αναδεικνύει, πριν από όλα τα άλλα, καταρχάς μια πραγματικότητα. Ενώ σχεδόν κανείς δεν αρνείται ότι οι πρόσφυγες έχουν ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία πηγάζουν από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (μια άποψη την οποία μονάχα ακραίες ρατσιστικές και εθνικιστικές θέσεις απορρίπτουν), οι περισσότεροι πιστεύουν (και το δικαιολογούν επίσης) ότι δεν τους αφορά.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πιο κανονιστικό, στον βαθμό που αναγνωρίζουμε κάποια καθήκοντα, δεν συνειδητοποιούμε ούτε τη φύση τους, ούτε το εύρος τους. Και τούτο διότι τα καθήκοντα απέναντι στους πρόσφυγες δεν είναι μονάχα ατομικά καθήκοντα ανθρώπων απέναντι σε άλλους ανθρώπους, που βρίσκονται σε ανάγκη, αλλά καθήκοντα που ενδεχομένως έχουμε ως συγκροτημένες δημοκρατικά πολιτικές κοινότητες απέναντι σε ανθρώπους που έχουν απολέσει κάτι θεμελιακό σε σχέση με την ανθρώπινη ιδιότητά τους.

Ακόμη πιο προκλητικά όμως ο Παπαγεωργίου επιχειρηματολογεί ότι τα όποια καθήκοντα απέναντι στους πρόσφυγες δεν αφορούν μονάχα τη σχέση μας με αυτούς, αλλά και τη σχέση μας με τον εαυτό μας, πρωτίστως τον συλλογικό μας εαυτό ως φιλελεύθεροι και δημοκρατικοί λαοί. Αποτελεί πεποίθησή του λοιπόν ότι δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να χαράξουμε μια πολιτική αρχών (σ. 14), σε πείσμα αποσπασματικών, συγκυριακών και σπασμωδικών αντιδράσεων της στιγμής.

Η παρούσα κατάσταση νομίζω επιβεβαιώνει ότι ο συγγραφέας ορθώς τοποθετεί τη συζήτηση εντός ενός τέτοιου πλαισίου. Η ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου έχει πράγματι φτάσει στα όριά της λόγω των τεράστιων προσφυγικών (και μεταναστευτικών) ροών που έχουν δημιουργήσει αντιστάσεις σε πολλές χώρες, με αποκορύφωμα το κλείσιμο των συνόρων και την άρνηση πολλών ευρωπαϊκών κρατών να δεχθούν πρόσφυγες στο έδαφός τους. Αν και ο κύριος λόγος γι’ αυτό συνοψίζεται στην επίκληση μιας αφηρημένης απειλής στην ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή του κράτους (ο οποίος ελέγχεται ως προς τη βασιμότητά του), ο βαθύτερος λόγος είναι η άρνηση ότι ως συλλογικές πολιτικές οντότητες έχουμε και καθήκοντα που εκτείνονται πέρα και εκτός των ορίων της κοινότητάς μας. Η αναγνώριση τέτοιων καθηκόντων συγκρούεται με την εξαιρετικά σημαντική έννοια – και για τη δημοκρατική θεωρία – της κρατικής κυριαρχίας, της οποίας η εμβληματική, όσο και αμφιλεγόμενη, αυθεντία αφορά το δικαίωμά της να ορίζει κυριαρχικά ποιον θα δεχθεί εντός της και ποιον όχι.


Κώστας Ν. Κουκουζέλης 


Πηγή φωτογραφίας: protothema.gr


Σημ.: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το άρθρο «Πρόσφυγες και Δικαιοσύνη» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου του 2018 στην Athens Review of Books. Ο Κώστας Κουκουζέλης είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ποίηση της Καθαράς Δευτέρας και των χαρταετών

0
0
Αλέκος Φασιανός, "Χαρταετός"
Επετειακή η ανάρτηση σήμερα, καθότι τα στοιχεία της Καθαράς Δευτέρας, με εξέχοντα τον χαρταετό, έγιναν σύμβολα στην ποίηση πολλών Ελλήνων δημιουργών. Τα ποιήματα που ακολουθούν εμφανίζονται κατ'αλφαβητική σειρά των επνωνύμων των δημιουργών τους:



«Ποίηση»

ανάμνηση από φίλντισι

περίπατος τα ξημερώματα

άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι

χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού

κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού

φιλιά ανάμεσα σε δυο προδοσίες

κλωνάρι που ταξιδεύει

δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα

ένα βιολί που παίζει μοναχό του

αριθμός 7

της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα

χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς-όλα τα παλιά γυαλίζω

χρυσάφι για όλους ή για κανένα

πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία

παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης

πεταλούδα που γλιτώνει απ’ τη φωτιά

φωτιά που γλιτώνει απ’ τα νερά

χαρά που γλιτώνει απ’ τα γεράματα

βιολέτες σ’ άσπρο λαιμό

άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό

μαύρος ήλιος καλοκαιρινός

άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος

λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού

νύχτα στρωμένη τσιγάρα

λέξεις.


Θωμάς Γκόρπας




«Ο χαρταετός»

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.

Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη

και όταν έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα

τιμωρημένη ώρες και ώρες.

ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε

-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε

φοβόμουνα και μου άρεσε.

Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω

κάτι σαν την «ανάμνηση τον μέλλοντος»

όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη

χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά

σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε-

ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά

να τους χαϊδεύω τις καμπάνες

σαν όρχεις και να χάνομαι...


Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά

και μου χαμογελουσανε·

κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:

«δεσποινίς» φοβόμουνα και μου άρεσε.

Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα

δεν ήταν σαν τους «κάτω»·είχανε γενειάδες

και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια

«μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα

και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.

Ήταν θυμάμαι « Ή Άννέτα με τα σάνταλα»

«Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»

το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»

(ναι θυμάμαι και αλλά)

το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο

το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα»

Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης

μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα

το ποδήλατο του με άκρα προσοχή

το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·

υστέρα τράβηξε τον σπάγκο

κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα

φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα

κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε

τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·

φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου

ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

Είμαι από πορσελάνη καί

το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας

ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες

όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός

που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·

δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας

και όμως η εναντίωση αείποτε μ’ έθρεψε

και αυτό εναπόκειται σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο

που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου

τις νύχτες να το κρίνουν.

Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας

από τους μακρινούς στρατώνες

με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα

και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν

-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.

Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές

μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου

θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό

πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία

χάμου στο χώμα ποδοπατημένη

να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου

ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.


Οδυσσέας Ελύτης (Μαρία Νεφέλη, εκδ. Ίκαρος)


Πηγή: itzikas.wordpress.com (ανάρτηση 26.2.2017)



«Οι χαρταετοί»

Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακρο-

κεραύνεια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασ-

σα και αναγαλλιάζει. Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πε-

τούν το Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.

Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι

Χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω

Από την πόλη, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βου-

νών οπι αετοί.


Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους

χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές. Ουράνιοι δράκοι

πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέω-

μα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:

ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.


Είναι η ώρα κάτασπρη, η έκστασις γαλάζια. Η πόλις

αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα,

από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:

ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.


Ανδρέας Εμπειρίκος (Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος)


Πηγή: itzikas.wordpress.com (ανάρτηση 26.2.2017)



«Χαρταετοί στον ουρανό»

Κάθε Καθαρή Δευτέρα

ανοιξιάτικέ μου αέρα,

στα παιδιά μας λες: εντάξει

ο αετός σας θα πετάξει.


Φύσα αγέρα λεβεντιά

παίξ’ αετό με τα παιδιά

φεύγει ο αετός ψηλά

και στον άνεμο μιλά.


Φρρρ! Ακολουθούν κι άλλοι,

πιο μικροί και πιο μεγάλοι.

Ένας χάρτινος στρατός

ξάφνου κολυμπάει στο φως.


Του αγέρα οι καλεσμένοι,

τα πολύχρωμα ντυμένοι,

παν σε ουρανού γιορτάσι,

σκουλαρίκια, ουρά, κεφάλι.


Φύσα, λεβεντιά μου αγέρα!

Κάθε Καθαρή Δευτέρα,

των παιδιών ψυχή και νους

χαρταετός στους ουρανούς.


Ρένα Καρθαίου




«Γαλάζια σπλάγχνα»

Κάτοικε τοῦ ὀνείρου
μαζεύω τὴ φωνή μου ἀπὸ κάθε ἄκρη
καὶ τὸ ὑπόλειμμά της αὐτὸ στὴ σινδόνη τῶν δέντρων
κ᾿ ἐκεῖνο κεῖ ψηλὰ στὸ σκουριασμένο βράχο
ὅπου ὀργίζεται ὁ γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
γιὰ τὴ μεγάλη ἀποκάλυψη
ρίχνω στὸν ἄνεμο μακρόσυρτη ἀγάπη:
Τὴν θέλω ἐγὼ τὴν ἀπελπισία μου
δὲν τὴν ἀνταλλάσσω μὲ θαλπωρὴ ἄλλη
ἔχασα.
Μὰ χάνουν καὶ τ᾿ ἄνθη
τ᾿ ἄνθη ἀνοίγουν τὸ μοναδικὸ παράθυρο...
Κάλλιο νὰ πλανηθεῖ ὁ χαρταετός μου
δὲ θέλω πιὰ ν᾿ ἀγγίξω τὰ χρώματά του
κλείνω τὰ μάτια μου γιὰ νὰ δῶ.
Εἶναι ἡ φωνὴ ποὺ μὲ διασχίζει
κι ἄλλοτε ποὺ χτυπᾷ στὸν ἄκμονα
χίλιες φορές.
Εἶναι ἡ φωνὴ ἀπὸ ἕνα βάθος:
Γιὰ πάντα νὰ μὴν ἔχεις
τίποτα γιὰ τ᾿ ἀληθινὰ χέρια
μονάχος
ἀνήμπορος ἐκστατικὸς
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄξαφνη γιορτὴ τοῦ δευτερολέπτου
ποὺ παραδίδεται ὁ κόσμος.


Νίκος Καρούζος (Τα ποιήματα Α’ (1961-1978),εκδ. Ίκαρος)




«Χαρταετοί»

Χαρταετοί, χαρταετοί είμαστε

χαρταετοί πιασμένοι στα ηλεχτρικά σύρματα.

Μ’ εκείνους τους κομμένους σπάγγους,

μ’ εκείνα τα ξεσχισμένα χαρτιά,

μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον άνεμο,

μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον εμπαιγμό,

μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στο τέλος.


Κώστας Μόντης




«Ν'ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα»

Ν'ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα

και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή

το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ'τα κάστρα

νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ'τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα

ν'ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια.


Τόλης Νικηφόρου




Ηρώ Νικοπούλου, "Μικρή Αριάδνη"

 

«Καθαρά Δευτέρα»
σχόλιο σ’ ἓναν πίνακα

τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου


Ὃταν ξυπνήσεις

Καθαρά Δευτέρα

καί δεῖς

σκοτεινιασμένο οὐρανό

μέ σύντομες βροχές

καί μέ ἀέρα

τήν εὐκαιρία

μή φοβηθεῖς

καί χάσεις

νά ἀμολήσεις πάλι

τόν χαρταετό

κρατώντας

απ’ τα μέσα

την καλούμπα


Γιάννης Πατίλης




«Ορέστης» (απόσπασμα)

Άκου την, — η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος

κι είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της

σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,

ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή άσπιλη ερημιά των βράχων

και κάτω η ταπεινή ησυχία του κάμπου, υπογραμμίζοντας

αυτή την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω της

σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ’ αναρίθμητα αστέρια


με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.


Γιάννης Ρίτσος (Ορέστης, εκδ. Κέδρος)




«Ο ελεγκτής»

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα

είν’  ο ουρανός

και  λίγο χιόνι

έσφιξα τα σκοινιά μου

πρέπει και πάλι να ελέγξω

τ’ αστέρια

εγώ

κληρονόμος πουλιών

πρέπει

έστω και με σπασμένα φτερά

να πετάω.


Μίλτος Σαχτούρης (Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο)


Πηγή: ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C132/638/4102,18795/index_1_10.html



«Καρναβάλι»

Τι θέλει ο λαός αυτός ο αποβλακωμένος,

που μασκαράς ξεκάλτσωτος εβγήκε στο σεργιάνι,

κι εδώ κι εκείθε πιλαλά καταμουντζουρωμένος;

Δεν θέλει τίποτα, καλό μουντζούρωμα του φθάνει

Μουντζούρα για τη μούρη του και άλλο δεν γυρεύει,

ο ίδιος μασκαρεύεται αντί να μασκαρεύει.


Ποτέ τους Κυβερνήτας του δεν θέλει να πειράξει,

κι αν κάποτε με τ’ όνομα του κλέφτη τους στολίζει,

όμως ως κάτω χαιρετά του κλέφτη το αμάξι,

και με τα δυο του γόνατα εμπρός του γονατίζει.

Έπειτα ο κυρίαρχος έχει κι αυτή τη χάρη,

να τρέμει για τη φυλακή, να φεύγει το στιλιάρι.


Μπορεί να μουντζουρώνεται με τιγανιού μουντζούρα,

να γίνεται και γάδαρος, να σέρνεται, να σέρνει,

αλλ’ όχι να φορεί ποτέ και άρχοντος φιγούρα….

δεν αγαπά να δέρνεται, δεν αγαπά να δέρνει.

Αφού αφήνει φανερά καθένας να τον κλέβει,

τι θα κερδίσει τάχατε και αν τους μασκαρεύει;


Για δέτε τι ξεκάλτσωτοι, για δέτε τι μουντζούρα!

για δέτε κι έναν απ’ εδώ με μια κοντή βελάδα,

για δέτε κι άλλον απ’ εκεί με ψεύτικη καμπούρα…

Μπορεί κανείς να μη γελά σε τόση εξυπνάδα;

Γελά ο τάδε κύριος κι η δείνα η κυρία,

μα ξεκαρδίζομαι κι εγώ από την… αηδία.


Γιώργος Σουρής


Πηγή: itzikas.wordpress.com (ανάρτηση 26.2.2017)



«Καθαρά Δευτέρα»
Δεν πετούν χαρταετοί
πια εδώ,
αδειάσαν οι αλάνες
από μπερδεμένα κουβάρια
σε σπασμένους σκελετούς
από καλάμι,
φύγαν απ’ τα σύρματα
οι κομμένες ουρές.

Μόνο κάτι
μαύρα πουλιά χοροπηδούν,
και άνθρωποι σκυθρωποί
τρέχουν γρήγορα
σε ασανσέρ
τηλεοπτικής αγωνίας.


Δήμος Χλωπτσιούδης


Πηγή: vakxikon.gr (τεύχος 31)



Καλή Σαρακοστή!!!


 Επιλογή 

για το στίγμαΛόγου:
Χριστίνα Λιναρδάκη



Νικόλαος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, "Στέγες και αετοί"




Δύο ποιήματα της Ενέζα Μαχμίτς

0
0

Η Ενέζα Μαχμίτς (Enesa Mahmić, 1989)εμπνέεται από τα ταξίδια και είναι μέλος του Κέντρου PENτης Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, τουρκικά, σλοβενικά, αλβανικά και ουγγρικά, και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, όπως: Social Justice and Intersectional Feminism, University of Victoria(Καναδάς),  I am strenght(ΗΠΑ), αντιπολεμική και ειρηνευτική ανθολογία IFLAC (Ισραήλ),  QUEEN Global voices of 21th century female Poets (Ινδία), Writing Politics and Knowledge Production (Ιρλανδία/Ζιμπάμπουε),Διαχύστε ποίηση, όχι φόβο(Σλοβενία), Ποιητές από ξύλο (Κροατία), Le Voci della poesia; Imagine &Poesia (Ιταλία), World for peace, World Institute for Peace (Νιγηρία)κ.α. Έχει επίσης λάβει διεθνή βραβεία: χρυσό μετάλλιο Neigbour of your shore 2017καλύτερης ποίησης για τους μετανάστες, Ratković's Evenings of Poetry 2016,και Aladin Lukač Award 2016καλύτερης πρώτης ποιητικής συλλογής.




SHE EXISTS

There is an invisible history
Hipparchia, the wife of the Crates of Thebes
Life without property, without conventions
Naked bodies in the squares 
Disturbing as the truth itself
In the squares mobs are lynching 
Hypatia of Alexandria 
Peeling off her flesh and skin with sharp shells 
Sinestus, 
You can not question your beliefs 
I have to.
Conical sections, neoplatonic books 
Vanishing in flames 
Rosa Parks refuses to get up on the bus 
For a White man

There is a violent history
Life and death in Sorghaghtan's hands
Great Emirs and Mongolian troops
They were not allowed to step out of the line
Which she set out.
Ahhotep, empress of all lands
She guarded the soldiers, returned the deserters,
Transformed the prisoners
Zoe with the poison
Lucrezia Borgia, more poison
Magic, revenge and meaningless fights
The latest archaeological discoveries
The bones of a mighty Viking warrioress
Age: 30 years, Height: 170 cm

There is an unwritten history
Saartie Baarkman, Venus Hotentotkin
An exotic behind exposed
In the cage, in London
Black skin, myths of savages
Woman cunt
All possibilities vanish
All she could have been
Before they pushed her into the cage
There were human gardens
In Brussels in 1958
Nineteen fifty-eight!
Like a monkey, a child tries
To get milk from a skinny tit.
The elite observes
The ticket is cheap.
There is Nadia Anjuman
Verses alienated by the hands of a husband
Professor of Literature
Without any penalty and judgment.

There is my courage
To live as if I did not know anything
To shake hands with people as if
Any human never harmed another.




ΕΚΕΙΝΗ ΥΠΑΡΧΕΙ
Υπάρχει μια αόρατη ιστορία
Η Ιππαρχία, σύζυγος του Κράτη του Θηβαίου
Ζωή χωρίς περιουσία, χωρίς συμβάσεις
Γυμνά κορμιά στις πλατείες
Ενοχλητικά όπως η αλήθεια
Στις πλατείες ο όχλος λιντσάρει
Την Υπατία από την Αλεξάνδρεια
Γδαίρνοντας τη σάρκα και το δέρμα της με αιχμηρά κοχύλια.
Σίνεστε,
Δεν μπορείς να αμφισβητήσεις τις πεποιθήσεις σου
Εγώ πρέπει να το κάνω.

Κωνικές τομές, νεοπλατωνικά βιβλία
Χάνονται στις φλόγες
Η Ρόζα Παρκς αρνείται να σηκωθεί στο λεωφορείο
Για έναν λευκό
Υπάρχει βίαιη ιστορία
Ζωή και θάνατος στα χέρια της Σοργκακτάν
Μεγάλοι Εμίρηδες και μογγολικά στρατεύματα
Δεν επιτρεπόταν να φύγουν από τη γραμμή
Που εκείνη όριζε.
Η Αχοτέπ, βασίλισσα όλων των εδαφών
Αστυνόμευε τους στρατιώτες, γύριζε πίσω τους λιποτάκτες
Μεταμόρφωνε τους αιχμαλώτους
Η Ζωή* με το δηλητήριο
Η Λουκρητία Βοργία, περισσότερο δηλητήριο
Μαγεία, εκδίκηση και ανούσιες μάχες
Οι πιο πρόσφατες αρχαιολογικές αποκαλύψεις
Τα οστά μιας τρομερής πολεμίστριας των Βίκινγκ
Ηλικία: 30 ετών, Ύψος: 170 εκ.
Υπάρχει άγραφη ιστορία
Σάρα Μπάρτμαν, Βένους Χότεντοτ,
Εξωτικά οπίσθια εκτεθειμένα
Σε κλουβί, στο Λονδίνο
Μαύρο δέρμα, μύθοι περί αγρίων
Καριόλα
Όλες οι πιθανότητες εξαφανίζονται
Όλα όσα θα μπορούσε να είχε γίνει
Προτού τη χώσουν στο κλουβί
Υπήρχαν ζωολογικοί κήποι με ανθρώπους
Στις Βρυξέλλες το 1958
Χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ!
Σα να ’ταν μαϊμού, ένα παιδί προσπαθεί
Να πιει γάλα από ένα αποστεωμένο βυζί.
Η άρχουσα τάξει παρατηρεί
Το εισιτήριο είναι φτηνό.
Υπάρχει η Νάντια Άνζουμαν
Στίχοι αποξενωμένοι από τα χέρια ενός συζύγου
Καθηγητή Λογοτεχνίας
Χωρίς καμιά ποινή και δίκη.
Υπάρχει το κουράγιο μου
Να ζω σαν να μην ξέρω τίποτα
Να δίνω το χέρι μου σε ανθρώπους σαν
Κανένας άνθρωπος να μην έχει κάνει ποτέ κακό σε κανέναν.


*



LETTER FROM SYRIA

My friend,
One complately plain morning
While drinking tea and carelessly reading the newspaper
The dogs of war knocked on my door


From that moment on there are no newspapers
No bread, no tea on my desk anymore
The laughtter of my children is gone


Now

In the middle of the chaos we are constantly trying to find

New survival tactics


Here-

        Death steadily increase

There -

          Heartless politicians

          And academics bury their heads in the sand.


ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΡΙΑ
Φίλε μου,
Ένα εντελώς κοινό πρωινό
Ενώ έπινα τσάι και διάβαζα αμέριμνος εφημερίδα
Τα σκυλιά του πολέμου χτύπησαν την πόρτα μου

Από εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχουν πια εφημερίδες
Ψωμί, τσάι στο τραπέζι μου
Το γέλιο των παιδιών μου χάθηκε

Τώρα
Στη μέση του χάους προσπαθούμε συνέχεια να βρούμε
Νέες τακτικές επιβίωσης

Εδώ-
       Ο θάνατος συνεχώς αυξάνεται
Εκεί-
       Άσπλαχνοι πολιτικοί
       Και ακαδημαϊκοί κρύβουν τα κεφάλια στην άμμο.


Μετάφραση:
Χριστίνα Λιναρδάκη

Σημ.: Οι μεταφράσεις πρωτοδημοσιεύθηκανστο τεύχος αρ. 44 του vakxikon.gr.



* Αναφέρεται στη Zωή την Πορφυρογέννητη.

Η πρώιμη ποίηση της Χάννα Άρεντ (Hannah Arendt)

0
0
Hannah Arendt

Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο της Χάννα Άρεντ (1906-1975) ανακαλύψαμε κάποιες πλευρές της που δεν γνωρίζαμε. Σε γενικές γραμμές, γνωρίζουμε την Άρεντ ως Γερμανοεβραία διανοουμένη και πολιτική φιλόσοφο. Είναι κυρίως γνωστή χάρη στα σημαντικά έργα της για τον ολοκληρωτισμό, την πολιτική φιλοσοφία, την εβραϊκή της ταυτότητα και την «κοινοτοπία του κακού». Πριν από [τέσσερα] χρόνια όμως εκδόθηκε στα γερμανικά μια συλλογή ποιημάτων της με τίτλο Ich selbst, auch ich tanze (Κι εγώ, κι εγώ χορεύω). Η Άρεντ είναι εδώ μια λυρική ποιήτρια, που αφήνει χώρο στα αισθήματα, την αμφισβήτηση και τον σπαραγμό, στοιχεία που σχεδόν δεν υπάρχουν στον φιλοσοφικό της στοχασμό. Από τη συλλογή ποιημάτων της μαθαίνουμε επίσης για την τόσο περίπλοκη προσωπικότητα αυτής της μεγάλης διανοουμένης.

Μετά το Ολοκαύτωμα, σε αντίθεση με φίλους της που υιοθέτησαν τον σιωνισμό, η ίδια πήρε διαφορετική θέση. Έγραψε για τους πρόσφυγες και την προσφυγιά, αλλά επέλεξε να μην κάνει τη σύνδεση με την προσωπική της εμπειρία, την εμπειρία μιας Εβραίας που μετά την άνοδο του Χίτλερ επέδρασε από τη Γερμανία. Στο Παρίσι έμαθε εβραϊκά και έκρυψε στο διαμέρισμά της στελέχη της οργάνωσης για τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Όταν όμως μετανάστευσε στην Αμερική, στράφηκε σε πιο διεθνιστική κατεύθυνση.

Θεωρούσε πάντα πως ήταν Εβραία. Και αυτός ίσως είναι ο λόγος που στην παρατήρηση του Γκέρσον Σόλεμ, ότι δεν έχει σταγόνα Ahavat Israel (αγάπης προς τον λαό του Ισραήλ), απάντησε:

«...Ποτέ δεν προσποιήθηκα ότι είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι, δεν ένιωσα όμως και την τάση να συμπεριφερθώ έτσι… πάντα έβλεπα την εβραϊκή μου ταυτότητα ως ένα πραγματικά αναμφισβήτητο στοιχείο, και ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να αλλάξω κάτι σχετικά με αυτό… δεν μπορείς να με ρωτάς αν έχω αγάπη προς τον λαό του Ισραήλ…, όπως δεν μπορείς να με ρωτάς αν αγαπώ τον εαυτό μου. Είμαι Εβραία και ποτέ δεν το αρνήθηκα…».

Κράτησε όμως αποστάσεις από τον ενθουσιασμό που επικρατούσε για το σιωνιστικό όραμα του κράτους: «Παραδέχομαι πως είναι μια θέση που είναι δύσκολο να την αφομοιώσεις, και, κατά κάποιον τρόπο, δεν μπορείς ούτε να την ανεχτείς». Ήταν ένα θύμα του πολέμου που επέζησε, και έβλεπε τα πράγματα απ’ έξω, και ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος της να επιβιώσει.

[…] Εβδομήντα ένα ποιήματά της βρέθηκαν μετά τον θάνατό της στο αρχείο της. Ένα μέρος από αυτά ήταν συνδεδεμένα στα φύλλα του ημερολογίου που έγραφε επιμελώς επί είκοσι χρόνια (από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970), ενώ άλλα είχαν επισυναφθεί σε επιστολές που έστελνε στους φίλους και τους αγαπημένους της. Μέχρι σήμερα δεν είναι σαφές αν σκόπευε να τα δημοσιεύσει και να τα εκδώσει ή να τα κρατήσει ως προσωπική πνευματική ιδιοκτησία.

[…] «Η ποίηση είχε πάντα μεγάλη σημασία στη ζωή μου», είπε η Χάννα Άρεντ, σε τηλεοπτική συνέντευξή της στον Γκίντερ Γκάους, το 1964. […] Η μεγάλη της αγάπη για την ποίηση δεν αποτελούσε μόνο μια πλευρά του έργου της, αλλά ένα θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα λόγια της: «Μόνο από τους ποιητές περιμένουμε την αλήθεια, όχι από τους φιλοσόφους, από τους οποίους περιμένουμε τη σύλληψη της αληθινής έννοιας».

Η Άρεντ έγραψε τα πρώτα της ποιήματα μεταξύ 17 και 20 χρονών, τα έτη 1923-1926. […] Όλα της τα ποιήματα τα έγραψε στη μητρική της γλώσσα (Muttersprache) [τα γερμανικά]. Στα πρώιμα ποιήματά της διατηρεί την ομοιοκαταληξία και μια κλασική ποιητική δομή με ρομαντικά στοιχεία, όχι όμως με ερμητικό τρόπο. Στα ποιήματά της για τη φύση και τον έρωτα αντανακλάται πολλές φορές το συναίσθημα της απώλειας και του αποχωρισμού. Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι τα έγραψε τόσο νέα, αφού το βλέμμα της στον κόσμο είναι πολύ ώριμο, βαθύ και οδυνηρά νηφάλιο. Τα χρόνια εκείνα, που μόνο λίγοι προέβλεπαν τι επρόκειτο να ακολουθήσει, έγραψε:

Δεν υπάρχει λέξη που σκίζει το σκοτάδι
Δεν υπάρχει Θεός που σηκώνει το χέρι του
Όπου κοιτάξω
Στοιβάζεται γη.

Δεν υπάρχει σχήμα που ξετυλίγεται μόνο του
Δεν υπάρχει σκιά που αιωρείται.
Και ακόμα ακούω:
Πολύ αργά, πολύ αργά. 

Ίσως ο αργός θάνατος του πατέρα της από σύφιλη, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδί, να της προκάλεσε τη βαθιά εμπειρία της έλλειψης κάποιου προστάτη, και ίσως μια διαρκή αναζήτηση εναλλακτικού πατρικού προτύπου. […] Παράλληλα, τα πρώιμα ποιήματά της αντανακλούν την πίστη μιας νέας κοπέλας, ασυγκράτητης στον έρωτα, με δυνατό πόθο για στενή και προσφιλή επαφή, χωρίς τον αρνητικό χαρακτήρα ενός αναμενόμενου αποχωρισμού. […] Η Χάννα Άρεντ ήταν, παρά τη νεαρή ηλικία της, πολύ ρεαλίστρια. Η πρώιμη εμπειρία του απαγορευμένου έρωτα [με τον καθηγητή της, Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ] συνοδεύτηκε από μεγάλο πόνο και βάσανα, που βρήκαν την έκφρασή τους στα πρώιμα ποιήματά της:

Καλοκαιρινή ώριμη αφθονία
Τα χέρια μου θα αφήσω να αιωρούνται
Προς μια σκούρα, βαριά γη,
Τα μέλη μου μέχρι πόνου διαστέλλονται.

Αγροί λυγίζουν, θροΐζουν,
Το δάσος χύνεται στα μονοπάτια
Όλα προστάζουν σιωπή:
Να ερωτευόμαστε, ενώ υποφέρουμε.


Πέρα από την αγάπη και τον πόνο της, η ποίησή της ασχολείται και με ερωτήματα ταυτότητας και ένταξης, και σε μερικά από τα ποιήματά της σκιαγραφεί την αυτοπροσωπογραφία της. Κάποτε περιγράφει εμπειρίες απενσωμάτωσης και διάλυσης και ακραία αισθήματα αποξένωσης, όπως στο ποίημα «Βυθισμένη στον εαυτό μου»:

Όταν κοιτάζω τα χέρια μου
– μέλη ξένα κοντινά μου –
Στέκομαι στο πουθενά,
Σε κανένα εδώ και τώρα
Σε τίποτε αυτονόητο.

Ιακώβ Σίμπη 



Σημ.:Απόσπασμα από το άρθρο «Η ποίηση της Χάννα Άρεντ» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου 2018 της Athens Review of Booksκαι συζητά την ποίηση της Άρεντ στο σύνολό της. Ο Ιακώβ Σίμπη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μετανάστευσε στο Ισραήλ το 1964. Έχει μεταφράσει Ισραηλινούς συγγραφεἰς απευθείας από τα εβραϊκά.


"Μαρία Πολυδούρη"στο θέατρο Αλκμήνη

0
0
Τι πιο φυσικό από το να πάει μία φαν της ποίησης σαν εμένα να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση με θέμα την Πολυδούρη (και να τραβολογήσει μαζί της την Κατερίνα Τσιτσεκλή και την Ήλια Λούτα μαζί της)! Να σημειώσω ότι ο θεατρικό παίζεται στη μικρή σκηνή του Αλκμήνη ("The secret room") η οποία χωράει περίπου 50 άτομα και ότι, το απόγευμα της Τετάρτης που πήγα, ήταν ζήτημα να υπήρχαν 2-3 κενές θέσεις.

Η συγκεκριμένη παράσταση βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις vakxikon. Το βιβλίο περιέχει το κείμενο στο οποίο βασίστηκε η παράσταση, καθώς και σκηνοθετικές οδηγίες, ενώ προβλέπει πέντε πρόσωπα επί σκηνής. Όπως σημειώνει η συγγραφέας, ήθελε να δώσει "ρόλο πρωταγωνιστή στη Μαρία αυτήν τη φορά. Και τον άξιζε, τον δικαιούταν, η απίστευτη δύναμή της να ενθουσιάζεται και να υποφέρει. Ν'αγαπά και ν'απορρίπτει. Να ψηλώνει την αλήθεια της μέχρι ν'ακουστεί...".Το κείμενο είναι "ένα πυκνό ελεγείο, γραμμένο με την αυθεντική φωνή της ηρωίδας, με θραύσματα από δικά της κείμενα και αισθαντικές εξομολογήσεις σ'επιστολές και στα ημερολόγιά της". Αυτό εξηγεί την αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει τα επιμέρους στοιχεία του, η οποία στο βιβλίο δεν ξενίζει, γιατί υπάρχει διάκριση με τις πράξεις και τις σκηνές - μια διάκριση που στην παράσταση χάνεται και έτσι βλέπουμε ξαφνικά την πρωταγωνίστρια, εκεί που αφηγείται κάτι, να γυρίζει ξαφνικά (και αδικαιολόγητα) το κεφάλι και να αρχίζει να αφηγείται κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτή βέβαια δεν είναι η μόνη ασυμβατότητα μεταξύ βιβλίου και παράστασης.

Στην παράσταση παίζουν  δύο μόνο ηθοποιοί, η Φωτεινή Φιλοσόφου (Μ. Πολυδούρη) και ο Νίκος Γιάννακας (Κ. Καρυωτάκης). Εμφανίζεται επί σκηνής όμως και ο σκηνοθέτης, ο οποίος κρατά τον ρόλο του αφηγητή, μένοντας όρθιος πίσω από ένα αναλόγιο καθ'όλα τα 75 λεπτά που διαρκεί η παράσταση και αφηγούμενος, κατά διαστήματα, βιογραφικά και πραγματολογικά στοιχεία που αφορούν την πρωταγωνίστρια, όπως ακριβώς στο βιβλίο. Το πιο αξιοσημείωτο όμως είναι ότι μεταξύ των τριών ανθρώπων που βρίσκονται στη σκηνή, κυρίως δε των δύο ηθοποιών, η διάδραση είναι ελάχιστη! Η Πολυδούρη δεν υποδύεται ακριβώς τον εαυτό της, μάλλον παρουσιάζεται απλώς να αφηγείται τη ζωή της, κάνοντας ουσιαστικά έναν απολογισμό. Το ίδιο και ο Καρυωτάκης. "Τρέχουν", επομένως, τρεις παράλληλες αφηγήσεις επί σκηνής, κάτι που ξενίζει αρκετά.

Φταίει γι'αυτό η πηγή του υλικού με το οποίο δούλεψε η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού. Τα αποσπάσματα από τα ημερολόγια και τις επιστολές διασώζουν μεν την "αυθεντική φωνή της ηρωίδας", της στερούν όμως τη δυνατότητα να ζωντανέψει τη ζωή της επί σκηνής, μια και αυτό που εντέλει κάνει η πρωταγωνίστρια είναι να αφηγείται τη ζωή της, αντί να τη ζει, με τον ίδιο αποστασιοποιημένο τρόπο που αναστοχαζόμαστε όταν γράφουμε μια επιστολή ή ένα ημερολόγιο. Το σημείο εκκίνησης δηλαδή δεν είναι η ζωή που βιώνεται, αλλά ο απολογισμός της. Αυτό είναι που ευθύνεται στην παράσταση για το έντονα απόκοσμο στοιχείο, την έλλειψη αλληλεπίδρασης και το στιλιζαρισμένο αποτέλεσμα. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Φιλοσόφου δεν κλήθηκε να παίξει έναν "ζωντανό"ρόλο, αλλά μάλλον να ερμηνεύσει μια αφήγηση, έχει ως αποτέλεσμα να προβαίνει σε πράξεις που μοιάζουν παράλογες. Για παράδειγμα, στο τέλος, που η Πολυδούρη έχει προσβληθεί από φυματίωση και είναι ετοιμοθάνατη, διατηρεί την ίδια στεντόρεια φωνή όπως στην αρχή του έργου που ήταν ακόμη κοριτσάκι! Ένας άνθρωπος που έχει καταβληθεί από μια τόσο σοβαρή ασθένεια, όμως, δεν μπορεί να έχει τη δύναμη να μιλάει έτσι...

Ωστόσο, είναι μια καλή παράσταση. Η υποκριτική δεινότητα και το εκφραστικό βάθος της Φιλοσόφου σώζουν το στοίχημα και διευκολύνουν τον θεατή, ο οποίος δεν μπορεί να μην προσέξει ότι ηλικιακά η ηθοποιός δεν μπορεί να αντιστοιχεί στην Πολυδούρη. Πολύ περισσότερο, ο Γιάννακας δεν μπορεί να αντιστοιχεί στον Καρυωτάκη, όχι μόνο ηλικιακά αλλά και ιδιοσυγκρασιακά. Ο Καρυωτάκης ήταν πολύ χθόνιος (τόσο που τελικά τον ρούφηξε άκαιρα η γη), ενώ ο Γιάννακας είναι αέρινος και αποστασιοποιημένος. Παρ'όλ'αυτά, ο θεατής φεύγει ευχαριστημένος και χορτάτος από το θέατρο...

Όσο για το βιβλίο σαν βιβλίο, είναι πολύ καλό (για όσους τους αρέσει να διαβάζουν θεατρικά κείμενα). Ο λόγος της συγγραφέως, η οργάνωση των αποσπασμάτων, ο σεβασμός προς τις δύο πρωταγωνιστικές προσωπικότητες και εν γένει η καλλιέπεια που το χαρακτηρίζουν, αποτελούν στοιχεία που το καθιστούν όχι μόνο ελκυστικό κι ενδιαφέρον, αλλά ένα εξαιρετικό τεκμήριο του χαρακτήρα της Μαρίας Πολυδούρη, η οποία "ήξερε να πράττει την ομορφιά, να μεταμορφώνει την ποίηση σε ηθική, υπερβαίνοντας με τόλμη ό,τι η εποχή της ήταν ανάπηρη να δεχτεί και να κατανοήσει". Αυτό ήταν το δυνατότερο ποίημά της... Γιατί, τι άλλο είναι η ποίηση παρά "ο άνθρωπος στρατευμένος στην αλήθεια";



Χριστίνα Λιναρδάκη


"Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας"της Ιωάννας Διαμαντοπούλου

0
0
Δεν είναι πολύς καιρός που έγραψα για τη συλλογή της Ιωάννας Διαμαντοπούλου Στρατός ξυπόλητων λέξεωνπου περιείχε μόλις 21 ποιήματα, εκφράζοντας την επιθυμία να διαβάσω επόμενη συλλογή της. Και να που στην αρχή του 2019 όντως κυκλοφόρησε η επόμενη συλλογή της Διαμαντοπούλου με τίτλο Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας και 37 ποιήματα αυτή τη φορά. Ιδιαίτερος ο τίτλος αυτής της νέας συλλογής, παραπέμπει στην έννοια της προσημείωσης που αποτελεί ένα είδος υποθήκης υπό αίρεση. Και δημιουργείται αμέσως στον αναγνώστη η απορία: υπέρ ποιου άραγε προσημειώνεται η μέρα;

Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη ούτε έρχεται αβίαστα. Τα ποιήματα δεν είναι οργανωμένα γύρω από συγκεκριμένους θεματικούς άξονες, αρχικά δίνουν την εντύπωση της τυχαιότητας, δεν αργεί όμως να καταλάβει ο αναγνώστης ότι τα θέματα εναλλάσσονται: η μνήμη, ο φόβος, ο θάνατος, η απώλεια. Τελικά, μάλλον η προσημείωση αφορά πολλές συνθήκες της ζωής, συγχρόνως. Τα θέματα στα ποιήματα όχι μόνο εναλλάσσονται, αλλά αναδεικνύονται και μέσα από τα αντίθετά τους, καθώς οι ιστορίες που αφηγείται η Διαμαντοπούλου στα ποιήματά της (η ποιήτρια παραμένει αφηγηματική και σε αυτή τη συλλογή, είναι προφανώς ο δικός της τρόπος γραφής) οργανώνονται σε δίπολα: λέξεις-σιωπή, απώλεια-παρουσία, θάνατος-ζωή, ψέμα-αλήθεια.

Έτσι, στο ποίημα «Οι τελευταίες επιθυμίες του κυρίου Π.», για παράδειγμα, μόνο ο τίτλος και ο τελευταίος στίχος μαρτυρούν ότι ο κύριος Π. πέθανε, ενώ στο ποίημα «Κάτω από στέγαστρα σιωπής», από το οποίο το ακόλουθο απόσπασμα, όλοι μιλάνε:

Μιλάνε.
Σιωπή!
Μιλάνε συνοδεύοντας το νερό
Και με γλυκιά φωνή μου φαίνεται νουθετούν τον άνεμο.
Να ‘ναι τραγούδι;

Μα δε θέλω να ακούσω
Και καταφεύγω κάτω από στέγαστρα σιωπής.
Για ασφάλεια. Πάντα όταν τελειώνει ακόμα μια μέρα.
Και εδώ τελειώνει ακόμα μια μέρα.
Με την έλευση σιωπής.
Στον κόρφο της πρόλαβα κι έκρυψα χρυσό
Το απόγευμα.


Η μητέρα και η μητρική φιγούρα έχουν έντονη παρουσία, όπως π.χ. στους στίχους «μια φωνή τύπου μητρική/ τύπου ελλείψει μητέρας την επινοούμε» του ποιήματος «Μια καθαρή ανάμνηση» και ολόκληρο το ποίημα «Ταύτιση κόρης και πεθαμένης μητέρας» που παρατίθεται στο τέλος της ανάρτησης.

Η πατρίδα είναι και αυτή έντονα παρούσα, όπως στο ποίημα «Πατριδοπαράπονο» ή το ποίημα «Ελληνικά καλοκαίρια», απ’ όπου το ακόλουθο απόσπασμα:

Κάθε μέρα εδώ μπροστά ξεφορτώνει η ζωή
Τελάρα περαστικών, τελάρα εικόνων,
Έναν λαό που έφαγε την ιστορία του
Και του κάθισε βαριά.
Το παραβλέπουμε.

Έναν λαό που στο μυαλό του
Ανθίζουν μπουκαμβίλιες και πορτοκαλιές
Χαρές και στενοχώριες που νανουρίζουν τις θάλασσες
Έναν τρελό λαό που αναμετριέται με τον χρόνο
Και ολοένα λιγοστεύει
Θάβει τα ταλέντα του
Γυαλίζει την αμηχανία του και τη νομίζει όπλο
Έναν λαό που κάποτε επαναστάτησε και τώρα τι τον νοιάζει
Και ψηλώνουν και ομορφαίνουν τα παιδιά του
Και παίρνουν αέρα τα μυαλά του
Και αφέθηκε σαν ορφανό στα χέρια του Ιδρύματος


Πέρα από τα βαθιά νοήματα και τα ευρέα εκφραστικά μέσα, η ποίηση της Διαμαντοπούλου χαρακτηρίζεται από αποφθεγματικότητα: «Μεγάλα λόγια/ κάτι σαν σκιές μικρών πράξεων» («Φωτογραφίες»), «Καθημερινώς μάχες δίνονται για μια θέση στην ανυπαρξία» («Για μια θέση στην ανυπαρξία»), «μεγάλα φτερά για μικρές πτήσεις» («Μάρτιοι ειδοί»), κ.ά.

Οι περιγραφές των χαρακτήρων στα ποιήματά της είναι επίσης εκπληκτικές, είτε αφορούν μεμονωμένα άτομα («Μαρία», «Σε ‘λέγαν Άννα») είτε ομάδες ανθρώπων («Φωτογραφίζονται.. παντού φωτογραφίζονται»):

...δεν είχε ηλικία
Ένας αριθμός πτυσσόμενος ανοιγόκλεινε
Όταν την κοιτούσες
Κι έλεγες
Εδώ ήταν κάποτε άνθρωπος κι εκεί οι πληγές του.

Ξέρω μια Μαρία με ζωή αδέξια
Κι επιδέξια αγκαλιά
Με όχι πρόσωπο μα βλέμμα

(«Μαρία», απόσπασμα)

Γυναίκες που η ζωή τις ξέπλυνε από επιθυμίες
[...] ένα βεβιασμένο χαμόγελο
Ο συμβιβασμός κρύβεται κάπου στα μάτια
Η έλλειψη
Στη ρινική κοιλότητα
Η ελπίδα κάπου εδώ
Προς το παρόν αγνοείται

(«Φωτογραφίζονται... παντού φωτογραφίζονται», απόσπασμα).

Τέλος, στους στίχους υπάρχουν σπαράγματα μιας ερωτικής ιστορίας με όχι αίσιο τέλος, μιας ιστορίας που σημάδεψε αλλά και πλήγωσε το ποιητικό υποκείμενο («Καλπάζοντας πάνω σε πλάσματα μιας μέρας», «Αεράκι στο επίνειο της νύχτας», «Είναι νωρίς», «Δεκαεπτά κανάτια νερό»). Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τα «Δεκαεπτά κανάτια νερό»:

Ήμουν
Κάτεχα
Είχα στην κατοχή μου
Δεκαεπτά κανάτια νερό
Μα τα πάγωσε ο θάνατος.
Στους αιώνιους πάγους
Πλέουν κομμάτια της μορφής σου.


Καθώς κλείνω το βιβλίο, στο μυαλό μου μένουν λίγοι στίχοι από το ποίημα «Για μια θέση στην ανυπαρξία»: Σαν πούσι η σκιά του χρόνου/ πάνω στις μέρες.

Χριστίνα Λιναρδάκη 



Ακολουθούν δύο ποιήματα από τη συλλογή:

ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΟΡΗΣ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Παραφράζοντας τη Μαρία Βοναπάρτη...

Η μαμά μου, λένε όλοι,
Είναι χρόνια νεκρή.

Εγώ όμως ξέρω
Πως είναι κάπου ημιλιπόθυμη μέσα μου,

Μερικά βράδια ξεδιπλώνει μόνη της τα μέλη της
Και με εκλιπαρεί να την αφήσω να πεθάνει.

Θα ‘ναι καλύτερα έτσι και για τις δυο, μου λέει για να με πείσει.

Εγώ όμως, συνεχίζω τον αγώνα κατά της λήθης,
Μεγαλώνοντας τους φόβους της, σαν να’ ταν δικοί μου.


Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ (απόσπασμα)

ΙΙ. Ο φόβος να αφήσεις μόνο τον εαυτό σου με τον Θεό
Γιατί είναι Θεός
Και αρχίζει με ερωτήσεις
Μπορεί να ξεκινήσει απλά
Με το πώς βρίσκετε σήμερα τη θερμοκρασία των νερών
    Του ποταμού Neckar
Ζητώντας ίσως μια επιβράβευση για το έργο του..
Κανείς όμως δεν ξέρει πώς τέτοιες κουβέντες εξελίσσονται
Κι αν καμιά φορά φθάσουν
Στον Κάιν που είναι ο αδελφός σου
Κάπως ταράζεσαι κι ας ήξερες την απάντηση
Κι είσαι αυτόματα πότε φονιάς πότε αδιάβαστος μαθητής
Με ένα βάρος στην καρδιά
Που πότε με ένα κερί για τους ζωντανούς
Πότε για τους νεκρούς,
Πας να το απιθώσεις
Σ’ έναν βωμό κρίσεως
Σαν νεογέννητο παρατημένο
Που δεν θα το ‘θελες να μεγαλώσει στα χέρια σου.

Ο καιρός σήμερα στην πόλη μας εκπληκτικός
Ο ουρανός κι η γη
Μοιράζοντας δίκαια το άρωμα της μέρας
Το ποτάμι πλέει
Συμπαρασύροντας
Αλήθειες και ψέματα
Φλογερές ματιές εραστών
Πλην όμως στιγμιαίες,
Φτυσιές αστέγων...
Στις όχθες ξενιτεμένα θαλασσοπούλια κι εγώ.
Μετρώ τη θερμοκρασία των υδάτων,
Τη βρίσκω κανονική
Και πνίγω μέσα μια ιστορία μου.

Μικρό αφιέρωμα για την παγκόσμια ημέρα ποίησης

0
0
Το στίγμα λόγου συνεχίζει τον εορτασμό της παγκόσμιας ημέρας ποίησης, με ποιήματα από τις νέες ποιητικές συλλογές των ποιητών Φιλέα Τετράζη Το χρηματοκιβώτιο της μνήμης και Ανδρέα Καρακόκκινου Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό.

Φιλέας Τετράζης

Στη νέα ποιητική συλλογή του ο Φιλέας Τετράζης μιλάει για τα τιμαλφή που διαφυλάσσει στο χρηματοκιβώτιο της μνήμης, τις αγαπημένες συνήθειες, τη μοναξιά, τον έρωτα και φυσικά την ποίηση, με τη γνωστή εξομολογητική του διάθεση.


Η ΡΟΥΤΙΝΑ
Πάρκαρε το αυτοκίνητο δεξιά
περπάτησε μέχρι την παραλία
η θάλασσα πάντα χρώμα μπλε βαθύ.
Άφησε δυο τρία αποτυπώματά του
στη βρεγμένη άμμο
να γυρίσει πίσω είναι νωρίς για μεσημέρι
κι ώσπου να πάρει την απόφασή του
ένα μικρό κύμα που έπαιζε στο γιαλό
του έβρεξε τα παπούτσια
και
«Κάτσε καλά» του είπε θυμωμένος
Πηδώντας ένα βήμα πίσω στα στεγνά.

Μετά έριξε ένα λοξό βλέμμα
στη θάλασσα που’ χε χρώμα μπλε βαθύ
και αναστέναξε ευχαριστημένος
ωραία βόλτα σήμερα σκέφτηκε
έσπασα την πεζή ρουτίνα
και ψιθύρισε πικρά μετανιωμένος
«Λάθος μου να μαλώσω το μικρό κύμα
που ‘θελε με τα παπούτσια μου να παίξει».


ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΡΟΣΜΕΝΩ 
Τίποτε δεν προσμένω πια
κάθε μέρα κάτι χάνω
ένα γεγονός, ένα φίλο, μια ανάμνηση.
Γίνομαι πιο μοναχικός, θα έλεγα
μίκρυνα τόσο που καμμιά φορά
σαν περπατώ στην πόλη
κανένας δεν με βλέπει.
Μου’ ρχεται να φωνάξω «Ε, υπάρχω».

Μπορεί να είναι φαντασίες όλα
νομίζω πάντως πως κάποιος με κρυφοκοιτά
ο αδελφός του Ύπνου ίσως
παμπόνηρος ως είναι γυροφέρνει
και πάντα του αρέσει να αιφνιδιάζει.

Αλλά εγώ τον γελοιοποίησα μια μέρα
άσε το κρυφτούλι του είπα
κι έλα σπίτι όποτε θέλεις
να σε κεράσω ένα κρασί
και μιλάμε για τις διαφορές μας ντόμπρα.


ΤΟ ΚΕΡΙ
                  Στην Άννα
Τόσα χρόνια πέρασαν
και το κερί στο μανουάλι της καρδιάς της
είναι ακόμα αναμμένο
σημάδι αναμφισβήτητο πως μ’ αγαπά.
Το είχα εγώ με θαύμα ανάψει
Όταν μπορούσα τότε
που ήμουν είκοσι χρονών.
Θα σβήσει κάποτε
αναρωτήθηκα με δέος ένα βράδυ!
Διαισθάνθηκε το ερώτημα εκείνη
και «όχι» μου είπε αποφασιστικά
στρέφοντας σε μένα τη ματιά της.

Για τη γυναίκα μου σας λέω
που ήρεμη κάθεται και ονειροπολεί
Χριστουγεννιάτικα
με τη φωτογραφία των εγγονιών στο χέρι
στο ζεστό μας τζάκι δίπλα.


ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Κι αν γέρασα
τίποτε δεν μ’ εμποδίζει να θυμάμαι
στο χρηματοκιβώτιο της μνήμης εξάλλου
φυλάω τον θησαυρό μου.

Ένα περίπατο στην Ακρόπολη
την σελήνη με το κίτρινο φουστάνι
τα κορίτσια που αμίλητα σαν τις Καρυάτιδες
μας μοίραζαν προσδοκίες τον Απρίλη
τα χρόνια
που απροσδόκητα μας πρόδωσαν
και απέδρασαν τόσο ξαφνικά.

Τίποτε αληθινά δεν μ’ εμποδίζει
να θυμάμαι
φυλαγμένα καλά ως είναι όλα
στο χρηματοκιβώτιο της μνήμης.


ΚΑΚΟΒΟΥΛΕΣ ΔΙΑΔΟΣΕΙΣ
Παραπαίει η Ποίηση διαδίδουν
σαν μεθυσμένος που βγαίνει από ταβέρνα
μεσάνυχτα να πάει σπίτι.

Άλλοτε σπαθί κρατούσε κοφτερό
στον πόλεμο σαν έκανε γιουρούσι
και ήταν αυτή που σήκωνε ψηλά
τη ματωμένη μας σημαία όταν
έπεφτε από τα χέρια του νεκρού σημαιοφόρου.
Οι παλιοί την θυμούνται αντάρτισσα
και οι νέοι ακόμα στο πλευρό των πληγωμένων.

Εγώ τη γνώρισα μετά τον πόλεμο
ως έμορφο σεμνό κορίτσι
πουλούσε λουλούδια στους περαστικούς
στους ερωτευμένους τα χάριζε χαμογελώντας.
Μου εξομολογήθηκε μια νύχτα
που αγρυπνούσα
πως ζει μαζί μας τρεις χιλιάδες χρόνια
είναι ελληνικής καταγωγής
φίλη της Σαπφώς και του Αισχύλου.

Γι’ αυτό σας λέω
μην ακούτε κακόβουλες διαδόσεις
η Ποίηση στέκει ορθή, δεν παραπαίει.


Ανδρέας Καρακόκκινος

Η ποίηση του Ανδρέα Καρακόκκινου έχει έναν μοντέρνο ρομαντισμό που πηγάζει από αρχαίες ρίζες, εκεί που γεννήθηκαν οι πρώτοι όρκοι και οι έννοιες παραμένουν ατόφιες. Ο ποιητής, θαρρείς λαθρεπιβάτης σε πειρατικό, τις νύχτες κλέβει από τους πειρατές της ζωής τους θησαυρούς εκείνους που δίνουν στην ύπαρξη μας νόημα. Στην ποίησή του πρωτοστατεί ο έρωτας εκείνος που δοξάζει τη στιγμή, ακυρώνει το θάνατο και ξεγελάει το χρόνο. Το όραμα του ποιητή είναι να εκκινήσει απαρχής τον κόσμο.


ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΕΣ ΣΕ ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ ΚΑΡΑΒΙ
Τις νύχτες ταξιδεύουμε
λαθρεπιβάτες σε πειρατικό καράβι
κρυμμένοι πίσω από ξύλινα βαρέλια
περιμένουμε τους πειρατές
ν’ απλώσουν τα κλεμμένα
στο κατάστρωμα.

Ψάχνουμε στα σκοτεινά για κείνα
τα χαμένα όνειρα, το γέλιο μας
και το ασημένιο δαχτυλίδι,
τ’ αστέρια που έπεσαν
τις καλοκαιρινές βραδιές
και το μεταξωτό μαντήλι της κόρης.

Πριν το ξημέρωμα κατεβαίνουμε στ’ αμπάρι
αναζητούμε χάρτες με το νησί των θησαυρών
κι εκείνο το παλιό βιβλίο ποιημάτων.

Ύστερα κλέβουμε ρακί
μεθάμε μάταιες ελπίδες
και κοιμόμαστε στο ίδιο όνειρο λαθρεπιβάτες.


TANGO ARGENTINO
Κόκκινη φλόγα
στροβιλίζεται στους ρυθμούς
ενός tango argentino
και φλεγόμενες καρδιές
καίγονται
στους εξώστες του μεσονυκτίου.
Εσύ αιωρείσαι αγέρωχη
πύρινη οπτασία.

ΜΕΣΟΝΥΧΤΙ
Ένα βιβλίο ανοιχτό
στα πόδια σου
κι εσύ ταξιδεύεις
σ΄απόκρυφους πολιτισμούς
παίζοντας με τις λέξεις.
Μια πεταλούδα πολύχρωμη
κάθεται στα μαλλιά σου
νομίζοντας είσαι η άνοιξη.
Κάπου μακριά ένα ακορντεόν
Στολίζει τις σελίδες
κι ένα φως αχνό
χορεύει στα μάτια σου
στη ράχη της βελόνας
που δείχνει μεσονύχτι.


ΑΝΤΙΦΕΓΓΙΣΜΑ
Το αντιφέγγισμα
της εικόνας σου
ένα αστέρι ροδοπέταλο
που ξημερώνει ανατολή
πριν γεννηθεί ο ήλιος
το πρώτο φιλί
στα χείλη του καλοκαιριού
πριν χαράξει η μέρα
το σκίρτημα
του ερωτευμένου ονείρου
που αναζητά το φως
πριν ανοίξουν τα μάτια.

Το αντιφέγγισμα
της εικόνας σου
ένα ασημένιο δάκρυ
σε νυχτερινή πολιορκία
που κυλά στις χορδές του ουρανού
και αφήνει ήχους μουσικούς
να γίνουν κελάδισμα αηδονιού
τραγούδι εωθινό και μελωδία
αέναο σφιχταγκάλιασμα
σ’ ένα μοναδικό χορό
αρχέγονο, ερωτικό
στο πλάτωμα του Αποσπερίτη.


ΚΟΚΚΙΝΗ HARLEY
Απόδραση
μ’ ένα όνειρο στη τσέπη
σε μια Harley κόκκινη
να γίνω ένα με τον αγέρα.

Σε μια διαδρομή
χωρίς προορισμό κι υποχωρήσεις,
χωρίς το ανελέητο κυνηγητό
των πεπραγμένων.

Στην άσφαλτο
που θα κοχλάζει ερωτηματικά
σαν καζάνι της κόλασης,
απάντηση καμιά.

Σε δυο ρόδες
θ’ αναζητήσω την ταχύτητα
που έχει το φως
πριν έρθει το σκοτάδι.

Η ελευθερία της ψυχής
σε μια βελόνα του καντράν
που όλο ανεβαίνει ν’ αγγίξει
τέρμα της ζωής.

Επιλογή για το στίγμαΛόγου:
Κατερίνα Τσιτσεκλή

"Σελάνα"του Τάκη Θεοδωρόπουλου

0
0
Δωρικός, απογυμνωμένος, επιβλητικός και ανθεκτικός στο πέρασμα των αιώνων, ο Παρθενώνας ακολουθεί με συνέπεια τα βήματα της Αθήνας, σφραγίζοντας με την παρουσία του την πορεία της, την εικόνα της στο χρόνο, τον πάλαι ποτέ, μα και τον τωρινό. Κι αν δίνει μια διαρκή υπόμνηση της Κλασικής Ελλάδας ανά τον κόσμο, είναι εδώ κοντά μας, χαρίζεται απλόχερα στην πόλη, στέκει δίπλα μας, με ένα βλέμμα μας, σχεδόν τον αγγίζουμε. Η αρμονική συνύπαρξη του αρχαίου ναού με τη σύγχρονη μορφή της πόλης είναι ένα δώρο των αιώνων στη ζωή που διανύουμε.

Στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα η Αθήνα ήταν ήδη ισχυρή, είχε ήδη σταθεροποιήσει τη θέση της ως επικεφαλής μιας μεγάλης συμμαχίας. Όταν μάλιστα το ταμείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ο Περικλής, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης, αποφάσισε να χρησιμοποιηθεί κάποιο μέρος των εσόδων για την ανοικοδόμηση της πόλης. «Τα τάλαντα του συμμαχικού ταμείου τα χρειαζόταν για την ολοκλήρωση του μεγάλου του σχεδίου, την κυριαρχία της Αθήνας σε όλον τον ελληνικό κόσμο. Η οικοδόμηση του Μεγάλου Ναού ήταν το σημείο εκκίνησης».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της οικοδομικής και πολιτιστικής ανθοφορίας χτίστηκε ο Παρθενώνας. Η ιστορία αναφέρει πως ο ένας από τους δύο αρχιτέκτονες ήταν ο Καλλικράτης και ο άλλος ο Ικτίνος. Τι ξέρουμε όμως αληθινά γι’ αυτόν, για την προσωπικότητά του; Απολύτως τίποτα. Είναι μονάχα ένα όνομα χαραγμένο στη ραχοκοκαλιά της ιστορίας, μονάχα μια πληροφορία που δονεί το γνωστικό μας πεδίο. Έργα που αποδίδονται σε αυτόν είναι ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες της Αρκαδίας, ενώ πηγές του αποδίδουν και τον πρώτο όροφο του Τελεστηρίου στην Ελευσίνα. «Ή μήπως το πέρασμά σου από το Τελεστήριο της Ελευσίνας είναι επινόηση όσων επεξεργάστηκαν την υστεροφημία σου; Όσων επιχείρησαν να φτιάξουν μια βιογραφία για τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα –όπως αργότερα ονομάστηκε ο ναός– ο οποίος άφησε μόνο ένα όνομα. Ικτίνος, και ένα αρχιτεκτονικό ύφος. Δεν ξέρουμε ούτε πότε και πού γεννήθηκε ούτε πού και πότε πέθανε. Ποιος ήταν; Πώς έμαθε την τέχνη του; Γιατί τον επέλεξαν; Τίποτα. Ανιχνεύουν το πέρασμά σου στο μερίδιο της σκιάς».

Με αφορμή αυτήν την έλλειψη στοιχείων ο συγγραφέας ανατρέχει σε διάφορα ιστορικά κείμενα που, πέρα από τις πολύτιμες πληροφορίες που του δίνουν, τον βοηθούν να ανασυνθέσει την ατμόσφαιρα και τη συλλογική νοοτροπία της κοινωνίας που δημιούργησε τον Παρθενώνα. Έτσι λοιπόν μετά από εμπεριστατωμένη έρευνα, δημιουργεί μια εξ ολοκλήρου επινοημένη ιστορία με πολύ ενδιαφέρουσα αφετηρία. Να δώσει μορφή σε ένα ιστορικό πρόσωπο για το οποίο δεν υπάρχουν καθόλου βιογραφικά στοιχεία κι έχει ένα έργο καταχωρημένο στους αιώνες. Και κάπως έτσι ξεκινά ένα ταξίδι στα βάθη του χρόνου και η αρχαία ελληνική ιστορία παραδίδεται ενίοτε στη μυθολογία και ενίοτε στη μυθοπλασία…

Όλα αρχίζουν όταν ο Ικτίνος συναντά τη Σελάνα, τη γυναίκα της ζωής του. Την είχε ανακαλύψει ο Ιππόδαμος στη Μίλητο, και την είχε χρίσει επίσημη αυλητρίδα των παραστάσεών του, να συνοδεύει με μουσική την έκθεση στο κοινό των πολεοδομικών του σχεδίων. Και από κει βρέθηκε στην Αθήνα. Πώς μοιάζει ο έρωτας πριν αρχίσει; Στα πρώτα βλέμματα, στις πρώτες εντυπώσεις; Στα πρώτα λόγια; Όταν την πρωτοείδε θαμπώθηκε κι όταν την αναζήτησε και τη βρήκε στο σπίτι του Πωρινού, εκείνη του ψιθύρισε: «Χρειάζομαι βοήθεια».

Από ένα περιφλεγές ειδύλλιο που οδηγεί σε μια δεκαπενταετή περιπλάνηση στην Αίγυπτο, την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, κι έπειτα πάλι πίσω, ωριμάζει μέσα στο μυαλό του αρχιτέκτονα η δημιουργία. Στην Αίγυπτο έζησαν τρία χρόνια, εκεί που οι πυραμίδες χώριζαν το φως από τη σκιά σε μια αρχιτεκτονική που προστάτευε την ιδιωτικότητα του θανάτου. Το παιχνίδι φωτός-σκιάς ήταν αρκετό για να χαραχτεί στο μυαλό του αρχιτέκτονα η ιδέα, μονάχα που η κατεύθυνσή του θα κινούνταν προς την εξωστρέφεια. Οι Έλληνες έχτιζαν ναούς «περίπτερους για να ρουφούν το φως του ήλιου και να το προσφέρουν στους θεούς τους». Αρχιτεκτονική ζωής…

Από τις εκβολές του Νείλου, με το πρώτο πλοίο που βρήκαν, προκειμένου να ξεφύγουν από τους διώκτες της Σελάνας, –ίσως άνθρωποι του Ιππόδαμου που ήθελαν να την απαγάγουν– έφτασαν στη Σύβαρη. Τοπίο πιο οικείο, ανάμεσα σε ελαιόδεντρα, κλήματα και πεύκα, θύμιζε τη δική του γη, και πάλι η ίδια εμμονή: το φως. Το φως και η σκιά! Εκείνη ολοένα και τον παρέσυρε σε μια δίνη προσήλωσης, σε ένα συγκεκριμένο σκοπό κι εκείνος, σαν προορισμένος να γίνει αξεπέραστος αρχιτέκτονας, μελετούσε τα μυστικά των δωρικών ναών. Μα πώς έφτασε σε αυτήν την αρμονία; Εκ του αποτελέσματος κρινόμενα, τα πάντα λειτούργησαν εξαιρετικά. Πριν φτάσουν όμως σε αυτό το σημείο, πριν διαμορφωθεί το τέλειο και διαχρονικό, υπήρξαν σαφείς επιρροές που τον ώθησαν εκεί.

«Τι έψαχνες φεύγοντας από την Αθήνα και γιατί πήρες μαζί σου το χειρόγραφο του Πωρινού; Ήθελες να δεις τις πυραμίδες ή μήπως να μελετήσεις την αρχιτεκτονική των δωρικών ναών στη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία; Έλα τώρα. Δεν μπορούσες να ζήσεις μια μέρα χωρίς την τρυφερή αγκαλιά της Σελάνας, χωρίς τη φωνή της να σου ψιθυρίζει μες στη νύχτα, χωρίς την καυτή δροσιά του σώματός της, χωρίς τη μουσική της».

Ο συγγραφέας αφηγείται συχνά σε β’ πρόσωπο, μοιάζει σαν να απευθύνεται στον αρχιτέκτονα, στο μεγάλο δημιουργό, που η μορφή του παραμένει ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Μια «βιογραφική» εικασία που εμπνέεται από τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο δημιουργό, τη ζωή του, το έργο του και την εποχή του. Ποιοι ήταν οι συνειρμοί του, οι διαθέσεις έκφρασης, η έρευνα, όλα τα στοιχεία εκείνα που δείχνουν την εξέλιξη και την πορεία προς το μεγάλο δημιούργημα; Πώς έφτασε σε αυτήν την τόσο επεξεργασμένη απλότητα και καθαρότητα; Με ποιους συνομιλεί άραγε ο δημιουργός; Με κοινούς θνητούς ή ακροβατεί στο υπερβατικό στερέωμα; Ή μήπως στ’ αλήθεια η κορύφωση της δημιουργίας μοιάζει με θεόσταλτο προορισμό; Κι όμως, οι προθέσεις, οι υπολογισμοί και τα άγχη που τον περιζώνουν στο τέλος χάνονται, τα απορροφά η στερεότητα του υλικού του έργου. Μονάχα το αποτέλεσμα μένει ατόφιο, εκτείνεται σε κρίση και απλώνεται χρονικά στις χιλιετίες.

Και ο δημιουργός ένα πρόσωπο ιστορικό, μαζί με ανώνυμους και άσημους ανθρώπους που προσέφεραν κι αυτοί κάτι από τον ίδιο τους τον εαυτό. «Όταν άκουσες ένα βουητό. Κι αμέσως μετά το κλάμα ενός σκύλου. Ήταν ένα νέο παιδί, από τους εργάτες του Καλλικράτη, πεσμένο ανάσκελα. Το αριστερό του πόδι το είχε καταπλακώσει ένα κομμάτι μάρμαρο ως το γόνατο».

Το πολιτικό προσκήνιο της εποχής έρχεται να επενδύσει ιστορικά την υπόθεση. Ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Κίμωνας, ο Εφιάλτης, ο Περικλής, ο καθένας από την πλευρά του, δίνει στο έργο το στίγμα της παρουσίας του. Μα πάνω απ’ όλα, η γυναικεία παρουσία είναι εκείνη που παίζει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης, πρωτίστως η Σελάνα που χαράσσει δρόμο, αλλά και η ίδια η θεά που μοιάζει να κινεί τα νήματα προκειμένου να γίνει ο ναός της ένα έργο ανεξίτηλο στο χρόνο.

Εικόνες όμορφες που μας ταξιδεύουν από την αττική γη ως το νυχτερινό ουρανό της Αιγύπτου και τον ορίζοντα της Αίτνας που τον σκίζουν φωτιές, περιγραφές γεμάτες λυρισμό, λόγος προσεγμένος, όλα μαζί συλλειτουργούν και δίνουν ένα ωραίο αισθητικά αποτέλεσμα που στοχεύει να μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα «ιστορικό παραμύθι», όπου ενίοτε οι θεοί του Ολύμπου εξακολουθούν να παρεμβαίνουν στις τύχες των ανθρώπων.

Η δημιουργία του Παρθενώνα, βέβαια, δεν παρήχθη αυτοφυώς, αλλά γεννήθηκε και εξελίχθηκε σε ένα περιβάλλον πρωτοπορίας, πνευματικής ελευθερίας και πληρότητας. Όλη αυτή η χρυσή εποχή φαίνεται να αναστατώνει κάποιες ευαίσθητες χορδές του συγγραφέα, που τον κάνουν να θέλει να ξαναγυρίσει σε αυτόν τον αιώνα ο οποίος μοιάζει διαρκώς να ανοίγει νέα κεφάλαια αναζήτησης. Και γι’ αυτό στο τέλος μας αφήνει μια υπόσχεση:

Πως έπεται συνέχεια… Μετά την αφήγηση της οικοδόμησης του ναού ξεκινά η αφήγηση της Βιογραφίας του Παρθενώνα.

Ήλια Λούτα

Βόρειες καταπτώσεις του Πάρνωνα - Στοιχεία από την πρόζα του Θανάση Βαλτινού

0
0
Ο Θανάσης Βαλτινός είναι σίγουρα ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους. Η γραφή του είναι στέρεη, πηγαία, με πολλές παύσεις και μια ιδιαίτερη θεατρικότητα, και φανερώνει άνθρωπο που κατέχει βαθιά την ελληνική γλώσσα σε όλη την έκτασή της. Αυτό βέβαια έχει φανεί και στις μεταφράσεις αρχαίων τραγωδιών που έκανε για τον Κάρολο Κουν. Ο Βαλτινός ξεκίνησε με κλασικά αφηγηματικά σχήματα για να καταλήξει σε ένα εντελώς προσωπικό ύφος, στο οποίο χρησιμοποιεί μονολόγους, ημερολογιακές καταγραφές, συνεντεύξεις και διάφορες μορφές ποίησης προκειμένου να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο. Ο κόσμος του αυτός διαμορφώθηκε μέσα στο μεταπολεμικό κλίμα, όπου κυριαρχούσε ο αντίκτυπος του ελληνικού εμφυλίου που σφράγισε τους διανοούμενους, ειδικά αυτούς που προέρχονταν από την αριστερά. Στο έργο του Θανάση Βαλτινού υπάρχουν ακόμα τολμηρά ερωτικά στοιχεία, καθώς και η αβεβαιότητα της νεοελληνικής πραγματικότητας. Αν μπορούσε να βρει κάποιος ένα χαρακτηριστικό που λείπει από τις ιστορίες του,  αυτό θα ήταν μια σχετική αδυναμία αφηγηματικής ανάπτυξης. Η κάθοδος των Εννιά αποτελεί εξαίρεση, γι'αυτό και έγινε σενάριο μιας πετυχημένης ταινίας.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να ιδωθεί ως αδυναμία του έχει να κάνει με την μεταφορά στα έργα του ενός κλίματος κάπως νοσηρού, όποτε καλείται να μιλήσει για το θέμα του εμφυλίου που εμπεριέχει την δική του βιαιότητα, όπως και κάθε εμφύλιος.  Στον Ανάπλου, που είναι μια μορφή αυτοβιογραφίας, υπάρχουν ίσως οι καλύτερες σελίδες του Θανάση Βαλτινού και κάποιες στιγμές καταπληκτικής πρόζας, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Αφορούν την παιδική του ηλικία στην ελληνική ύπαιθρο και η αφήγηση του Βαλτινού, ραφιναρισμένη μέσα από την αναπόληση και τον στοχασμό χρόνων, παράγει ένα αποτέλεσμα μαγικό, γεμάτο ποίηση. Το βιβλίο είναι στην ουσία μια απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη του συγγραφέα στην Κρίστα Στρατήγη για τη διατριβή της στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Επέλεξα μερικά αποσπάσματα. Το πρώτο αφορά το τοπίο των παιδικών του χρόνων:

Για εφτά χρόνια ο ήλιος έβγαινε από τη Δύση. Έδυε στην Ανατολή – κατά λογική συνέπεια… Μετά φύγαμε από κει. Το σπίτι βρισκόταν στην κοιλάδα του Τάνου ποταμού. Μια βαθιά γραμμή κατά τη στρατιωτική ορολογία. Ορεινή Αρκαδία, βόρειες καταπτώσεις του Πάρνωνα. Οι δυο πλαγιές που έκλειναν αυτή την κοιλάδα ήσαν αρκετά άγριες- ιδιαίτερα η δεξιά. Πετρώδης με σκληρή βλάστηση. Πρίνους και αγραπιδιές. Όχι τις αγραπιδιές του Καρυωτάκη. Γκορτσιές. Πριν να φανεί ο δίσκος του ήλιου στον ουρανό, το φως του κατέβαινε ήδη σαρώνοντας την αριστερή πλαγιά. Ο ήλιος έβγαινε λοιπόν από κει. Από τη Δύση.

Τα πράγματα αποκαταστάθηκαν στην πρώτη δημοτικού από τον δάσκαλο. Ήταν η πρώτη σκληρή ακύρωση μιας ποιητικής πλάνης…


Μια άλλη στιγμή έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του συγγραφέα :

Εκεί λοιπόν σε κείνο το πανηγύρι χάθηκα κάποτε, πέντε ή έξι χρονών. Εξερευνούσα το χώρο και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στην πίσω πλευρά. Υπήρχε κει μια κλειστή θολωτή στέρνα. Το έδαφος ήταν επικλινές η καμάρα της οροφής της ήταν στο ίδιο επίπεδο με τις απολήξεις του αυλόγυρου. Χρειαζόταν απλώς να δρασκελίσεις ένα μικρό χάσμα ανάμεσά τους, ένα πήδημα που το αποτόλμησα. Στην κορυφή της καμάρας ήταν το μοναδικό άνοιγμα, ένα στόμιο πηγαδιού. Πήγα έσκυψα μέσα. Η στέρνα ήταν το λεγόμενο χωνευτήριο, το οστεοφυλάκιο. Μετά τις ανακομιδές, τα κόκαλα των νεκρών πλένονταν με κρασί, διαβάζονταν από τον παπά και ρίχνονταν εκεί μέσα. Τόσο δημοκρατικά. Γενεών οστά. Κρανία, ωλένες. Σηκώθηκα άλαλος.

Το πανηγύρι από την άλλη μεριά συνεχιζόταν. Αναζήτησα τη μητέρα μου. Χόρευε μπροστά. Την χόρευε ο πατέρας μου, χόρευε ωραία, χόρευε ερωτευμένη. Πήγα πιάστηκα από το φουστάνι της και κείνη σταμάτησε. Έσκυψε με αγκάλιασε και με κράτησε ανάμεσα στα πόδα της. Ανάμεσα στις μεταξωτές της κάλτσες. Τι είχε καταλάβει; Ο πατέρας μου παραμέρισε, δίνοντας σειρά στον επόμενο χορευτή. Με επήρε στην αγκαλιά του και με ακούμπησε σ’ έναν μικρό όχτο, στον ίσκιο μιας μουριάς. Δεν με ρώτησαν τίποτα. Μου χαμογελούσαν καθησυχαστικά και κάποια στιγμή η μητέρα μου με αγκάλιασε πάλι, με αγάπη. Κρατήθηκα για να μη με πάρουν τα κλάματα. Αισθανόμουν ότι έπρεπε να τους προστατέψω αυτούς τους δυο, να τους προστατέψω εγώ, και ταυτόχρονα ήξερα ότι δεν μπορούσα να το κάνω. Τη σκηνή την κουβαλώ μέσα μου χρόνια. Δεν μπόρεσα ποτέ να τη γράψω, τώρα όμως ξέρω ότι προσδιόρισε την πορεία μου.


Η οικογένεια του και ειδικά ο πατέρας του ήταν ο κόσμος του μικρού παιδιού που παρακολουθούσε με δέος όλα όσα συνέβαινε γύρω του, κάποια στιγμή χρειάστηκε να μετοικήσουν:

- Κανένας άγγελος δεν μας ειδοποίησε εμάς. Ήταν απόφαση του πατέρα μου. Εκείνος ίσως είχε κάποια βιβλικά χαρακτηριστικά. Όχι άσπρη γενειάδα και τέτοια. Ξυριζόταν δυο φορές τη βδομάδα. Ήταν οστεώδης κι έπαιρνε τις αποφάσεις του μόνος. Μόνος του σήκωνε και το βάρος τους φυσικά. Είχε διαισθανθεί τι θα ακολουθούσε. Έτσι βρεθήκαμε σ’ εκείνη τη σούστα να πηγαίνουμε. Ο Βασίλης, ο Γιώργος, εγώ, η Μάρθα. Σκάλα προς τα κάτω. Η Μαρία δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Δυο μπόγοι με σκεπάσματα, άλλο ένα με αλλαξιές ρούχα, και ένα κιβώτιο εκστρατείας με πιατικά. Όλη η οικοσκευή μας. Το κιβώτιο το είχε κουβαλήσει ο πατέρας μου από τον Σαγγάριο. Αναμνηστικό εκείνου του κλέους.

Επηλύτες χιλιάδες χρόνια. Στο ρυθμό της πορείας του αλόγου, με τα πέταλα του να ηχούν στο σκυρόστρωτο δρόμο. Τώρα σε μακρινές υπερπόντιες πτήσεις, αναγκαστικά καθηλωμένος επί ώρες, δεν μπορώ να διαβάσω, να ακούσω μουσική, να γράψω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Παροπλισμένος παρακολουθώ στην ηλεκτρονική οθόνη την πορεία του αεροσκάφους – και ξαναγυρίζω σ’ εκείνο το ταξίδι. Κράτησε 7-8 ώρες.

Ενώ γύρω μαίνονται η κατοχή και προετοιμαζόταν ο εμφύλιος τα παιδιά είχαν άλλες προτεραιότητες:

Έσβηνα το λαδοφάναρο και πήγαινα απάγκιαζα στις κόγχες του ερειπωμένου Αγίου Κωνσταντίνου. Καμιά φορά έρχονταν και άλλοι εκεί και περιμέναμε αυτόν τον μικρό πρώτο κελαϊδισμό του κοκκινολαίμη, που ήταν το πέρασμα από τη νύχτα στη μέρα...

Δεν υπάρχουν άλλα παιδιά για να παίξουμε παρά μονάχα περιστασιακά. Είμαστε όμως τρεις και η Μάρθα. Εγώ διανύω την εποχή της άγνοιας. Και ο κόσμος είναι ακόμα ένας αναπεπταμένος λειμώνας. Μπροστά από το σπίτι που στεγαστήκαμε πέρναγε ένα μεγάλο αρδευτικό αυλάκι. Έφτιαξα μια σχεδία από ξερούς αθανάτους, αγαύες. Το ποτάμι ήταν λίγο πιο κάτω. Ο Ευρώτας. Ο Ίρις. Διακόσια – τρακόσια μέτρα ή πεντακόσια. Εκεί έμαθα να κολυμπάω. Πηγαίναμε ψηλότερα στο γεφύρι του Κοπανίτσα. Δεν υπήρχε γεφύρι, κάποια κατεβασιά το είχε σαρώσει. Είχε μείνει το τοπωνύμιο. Υπήρχε μια απλωμένη λιμνούλα. Την αριστερή της όχθη την έκλειναν συμπαγείς λειασμένοι από το νερό βράχοι. Ο βυθός δεν φαινόταν. Πάνω στους βράχους διακρίνονταν τα κατάλοιπα από τα βάθρα του γεφυριού.

Την πρώτη φορά που διέσχισα εκείνη την επιφάνεια σαν κουτάβι με το κεφάλι έξω από το νερό ένιωσα μια σκοτεινή ανατριχίλα. Αλλά το έκανα. Μια άλλη φορά – αυτό όμως ήταν αργότερα, μάλλον τον επόμενο χρόνο-, κόψαμε το ρέμα σ’ ένα μικρό παρακλάδι. Δηλαδή βοηθήσαμε δυο-τρεις άλλους, μεγαλύτερους από μας, για να γίνει αυτό. Ο Μιχάλης , ο Νεκτάριος, ένας τρίτος , χωρίς όνομα αυτός. Νεαροί άντρες της περιοχής. Τώρα πια ίσκιοι. Και ο Κούλης. Κάπου διχάλωνε το ποτάμι και ξανάσμιγε λίγο πιο κάτω, δημιουργώντας μια στενόμακρη σύρτη στη μέση. Κόψαμε το νερό, βάλαμε αφάνες στην εκροή του και μαζέψαμε τα ψάρια που σκάλωσαν εκεί. Μεγάλες μινίδες και χέλια. Αυτά ήσαν πρωτόγνωρα πράγματα...


Η κατοχή των Γερμανών στοίχισε πολλές ζωές. Σε κάποια περιστατικό που περιγράφεται, ο θείος του συγγραφέα σώζεται την τελευταία στιγμή από τύχη. Το περιστατικό γίνεται αφορμή για τον Bαλτινό να χρωματίσει με τρόπο θαυμάσιο τον χαρακτήρα της μητέρας του:

- Η μάνα μου πίστευε πάντα ότι ήταν θαύμα. "Παναγία μου", επικαλέστηκε την Παναγιά. Χωρίς να πιστεύω, το πιστεύω και εγώ.
- Ότι ήταν θαύμα.
- Ναι.
- Εκείνη η νύχτα στοίχισε μια εκατόμβη νεκρών.
- Εσείς γλυτώσατε πάντως.
- Είχαμε άγγελο.
- Αλλά δεν πιστεύεις.
- Όχι.
- Η μάνα σου πίστευε.
- Η πίστη είναι χάρις. Και η μάνα μου την είχε.
- Χάρις. Τι άλλο;
- Έρως.
- Φόρτωσε πορτοκάλια και έφυγε. Φώναζε, πήγαμε να τον πάρουμε στο λαιμό μας, τέτοια.
- Ως παιδί πίστευες;
- Ως παιδί. Είχα ένα φυλαχτό. Το φορούσα κατάσαρκα. Σταυρολούλουδα, λιβάνι, ένα δάκρυ αγιασμός, ραμμένα σ’ ένα πανί. Στο πανί ένας σταυρός κεντητός. Το καρφίτσωνα με μια μικρή παραμάνα στο φανελάκι μου. Φτιαγμένο από τη μητέρα μου, κουβάλαγε την αγάπη της και με φύλαγε από κάθε κακό.


Σε μια ακόμα πολύ όμορφη ιστορία τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα έχουν μια υφή παραμυθένια:

Στον Καραβά πίναμε νερό από τα πηγάδια. Είχαμε μια αιγινήτικη στάμνα, τη βάζαμε κάπου να κάνει ρεύμα και το νερό δρόσιζε. Ίδρωνε ο πηλός. Τα μεσημέρια στρώναμε τραπέζι έξω, κάτω από μια μουριά. Ένα τέτοιο μεσημέρι, παραμονή της Παναγιάς. Λέει η μητέρα "να 'χαμε κανένα αυγουστάχλαδο". Τι της τα θύμισε; Δεν είχε εκφράσει ποτέ της κανενός είδους νοσταλγία. Τα αυγουστάχλαδα. Ωρίμαζαν στο τέλος του μήνα. Υπόχρυσα, λίγο στυφή σάρκα με ένα λεπτότατο άρωμα. Ήταν αυτό το άρωμα ίσως. Κάτι θα είχε σαλέψει στο φως "θα πάω εγώ να τα φέρω", είπε ο Βασίλης. Νομίζω ανταποκρίθηκε στη λαχτάρα της μητέρας μας. Είχαμε μια αχλαδιά στο χωριό. Η μισή στον τοίχο μια μεγάλης πεζούλας. Υπάρχει ακόμα, πνιγμένη στα βάτα, μοναδική σε όλη την περιοχή. Τα δικά μας αυγουστάχλαδα…

Μας πήρε λίγες μέρες μέχρι να το αποφασίσουμε. Η μητέρα αρνιόταν , δεν ήθελε. Τη σιωπή του πατέρα μας την εκλαμβάναμε ως συγκατάθεση. "Πού τα αφήνεις να παν, θα χαθούν". "Να χαθούν", έλεγε εκείνος. Τελικά φύγαμε. Μετά τον Βουρλιά κατηφορίσαμε για τη ρεματιά των Βρεσθένων. Δεν ακολουθήσαμε τη δημοσιά, δεν θα φτάναμε ποτέ έτσι. Η ρεματιά ήταν ξερή. Θα μας έβγαζε στην Αράχοβα. Ξερή και έρημη μες το καταμεσήμερο. Εκεί φοβηθήκαμε, ήταν οι ετήσιοι άνεμοι. Ήταν η εποχή τους. Φυσούσαν και κόπαζαν. Είχαμε μεγαλώσει με ιστορίες για φαντάσματα. Και νεράιδες. Τίποτα ζωντανό δεν ακουγόταν γύρω μας. Τα κλαριά των δίεδρων ανεβοκατέβαιναν, μικροί ανεμοστρόβιλοι σηκώνονταν κάθε τόσο όπου υπήρχε λίγη άμμος. Χόρευαν Αυτές. Ο Βασίλης με έπιασε από το χέρι. Μοιραζόμασταν την τρομάρα μας. Αμίλητοι. Αν μιλάγαμε, θα μας έπαιρναν τη φωνή. Λίγο ψηλότερα φτάσαμε σε μια μεγάλη λούμπα με στάσιμο νερό. Η επιφάνεια της ήταν πετσιασμένη από τον μπουχό. Μια νερόκοτα πετάχτηκε μπροστά μας. "Ιησούς Χριστός νικά". Σε ένα τέτοιο κόσμο περπατάγαμε, κατοικημένο από τέτοια πολυμήχανα πλάσματα.



Απόστολος Σπυράκης

«Από το βάθος της αιτίας» του Χρήστου Τουμανίδη

0
0
Tο νέο βιβλίο του Χρήστου Τουμανίδη καταλύει με έναν τρόπο τη γραμμικότητα του χρόνου, αφού συγκεντρώνει τις πρώτες πέντε ποιητικές συλλογές του. Είναι ένα βιβλίο ή μάλλον πέντε βιβλία που γράφτηκαν στο παρελθόν και ξαναεκδόθηκαν στο παρόν, διεκδικώντας μια νέα θέση στο τώρα. Ας σημειώσω ότι τον Χρήστο Τουμανίδη τον ξέρουμε κυρίως ως ποιητή χαϊκού, αλλά και ως μελετητή του είδους. Με αυτό το βιβλίο όμως μας δίνεται η ευκαιρία να θυμηθούμε οι παλιότεροι και να γνωρίσουμε οι νεότεροι τα πρώτα του ποιήματα, που ακολούθησαν την οδό του ελεύθερου στίχου.

Ξεκινώντας από την πρώτη συλλογή, τα Αστάθμητα, με έτος αρχικής έκδοσης το 1978, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στην πυκνότητα των νοημάτων και τα επαναλαμβανόμενα σύμβολα ή μοτίβα, στοιχεία που θα δούμε και στις επόμενες συλλογές του ποιητή, αλλά και την αποσπασματικότητα και την αβεβαιότητα, έως έναν βαθμό, από την οποία διέπεται. Λέγοντας αποσπασματικότητα, εννοώ ότι δεν υπάρχει συμπαγής συνοχή ανάμεσα στα ποιήματα, τα οποία μοιάζουν με σμήνος από πουλιά που πετούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, αντί να πετούν όλα μαζί, όπως τα έχουμε συνηθίσει να πετάνε... Ή σαν ψηφίδες που δεν είμαστε σίγουροι για το τι εικόνα σχηματίζουν, αφού είναι μια εικόνα που δεν μένει απόλυτα σταθερή. Λέγοντας πάλι αβεβαιότητα, υπονοώ την απειρία της πρώτης συλλογής, που στην ποιητική του πορεία αντικαθίσταται με τον εκφραστικό πλούτο.  Αποφεύγω να γράψω ωριμότητα, γιατί θυμάμαι  ότι στο άρθρο του στο frear.gr ο Σπύρος Θεριανός σημειώνει ότι «θα αδικούσαμε τις προηγούμενες συλλογές αν μιλούσαμε για ωριμότητα. Πρόκειται για διαφορά τάξης στην ποιητική έκφραση». Δεν έχω κανέναν λόγο να διαφωνήσω.

Όσον αφορά τα θέματα, αυτά είναι βέβαια ο χρόνος, η απώλεια και το κενό, η ζωή που μεταβάλλεται σε ιστορία, το μαρτύριο. Για να τα αποδώσει αυτά ο Τουμανίδης, μιλάει με στόμφο σε ορισμένα σημεία της πρώτης του συλλογής και επικαλείται την αρχαιότητα σε άλλα, ενώ δίνει και δείγματα αποφθεγματικότητας. Κυρίως όμως χρησιμοποιεί σύμβολα. Τα αγάλματα είναι ένα από αυτά, ακίνητα και άφθαρτα μέσα στον χρόνο, παγωμένα στην ίδια έκφραση πάντα και σιωπηλά, έρχονται από το παρελθόν και ατενίζουν το παρόν γνωρίζοντας, χωρίς όμως να μπορούν να μιλήσουν. Είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες των τεκταινομένων και οι παντογνώστες. Ταυτόχρονα, είναι οι άψυχες πέτρες, οι μιμήσεις της φυσικής ζωής που δεν όμως θα είναι ποτέ φυσική ζωή, ένα κτιστό χωρίς ψυχή, μα ίσως με μνήμη. Στον αντίποδά τους, τα δέντρα: επίσης ακίνητα, μοιάζουν και αυτά αιώνια, είναι όμως φυσικά, είναι κομμάτια της φύσης η οποία υποτάσσει και καθορίζει τον άνθρωπο, με την εναλλαγή της μέρας και της νύχτας, με τα φυσικά φαινόμενα και με όλους τους υπόλοιπους τρόπους που διαθέτει. Άλλο σύμβολο είναι το αστικό τοπίο, το οποίο αποτελεί την παραβολή ενός καταφυγίου που όμως δεν αντέχει, ενός επώδυνου μέρους μέσα στο οποίο η ζωή μετατρέπεται γοργά σε ιστορία. Η προκυμαία, ένα άλλο σύμβολο, γίνεται αλληγορία της απώλειας, δείχνοντας το όριο ανάμεσα σε κείνον που φεύγει και κείνον που μένει, την ίδια στιγμή που η νύχτα μπαίνει στο δωμάτιο και η θάλασσα μετατρέπεται σε μεταφορά της ζωής. Άλλα επαναλαμβανόμενα σύμβολα είναι τα παιδιά (το μέλλον που χρειάζεται να προστατεύσουμε), οι εφημερίδες (το εφήμερο των ειδήσεων), τα τέσσερα σημεία του σταυρού ή του ορίζοντα, τα πουλιά, το κλουβί, το κόκκινο χρώμα, τα πρωινά και η Κυριακή.

Για αυτήν την πρώτη ποιητική συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη, ο Νίκος Ψυλλάκης είχε γράψει στο αφιέρωμα που έγινε για τον Χρήστο στο περιοδικό Έρεισμα με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού 20 ακριβώς χρόνια πριν, το 1999: «Η πρώτη ποιητική συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη είναι ταυτόχρονα και μια ελπίδα για την ελληνική ποίηση». Πράγματι όλα τα καλά στοιχεία του ποιητή είναι παρόντα εκεί και, αν φαίνονται λίγο πιο αδέξια από ό,τι στις συλλογές που ακολούθησαν, φταίει το γεγονός ότι σε αυτές τις επόμενες συλλογές τα στοιχεία που προανέφερα άνθισαν και καρποφόρησαν, όπως είναι φανερό στη δεύτερη συλλογή του.

Πρόκειται για τη συλλογή Απόπειρες, η οποία πρωτοεκδόθηκε το 1981. Εδώ, το πλαίσιο στο οποίο κινείται το ποιητικό υποκείμενο είναι καλά καθορισμένο και δημιουργείται άμεσα η εντύπωση της συνοχής. Η ποιητικότητα του στίχου και οι εικόνες που τον κατοικούν είναι έκδηλες, ενώ μπαίνει και ο έρωτας στην εικόνα – ένα θέμα που δεν υπήρχε στην πρώτη του συλλογή.

Και ενώ στην πρώτη συλλογή είχαμε τα πρωινά, εδώ έχουμε τη νύχτα. Ενώ είχαμε το κόκκινο, εδώ έχουμε το πράσινο. Εκεί που είχαμε προκυμαία και καράβια, εδώ έχουμε τρένα και αποβάθρες – ωστόσο ο αποχωρισμός μένει σταθερό θέμα, τα σύμβολα μόνο αλλάζουν. Το αστικό τοπίο αποτελεί και πάλι το υπόβαθρο μπροστά από το οποίο συμβαίνει η ζωή, ενώ εμφανίζονται νέα σύμβολα, όπως τα σύννεφα. Και ενώ η πρώτη συλλογή ήταν δεμένη με τη γη, η δεύτερη είναι περισσότερο στραμμένη στον ουρανό («μια ανεμόσκαλα/ στρίβοντας/ πάει στα σύννεφα»). Το χώμα εδώ μετατρέπεται σε κάτι ηδονικό, αλλά ταυτόχρονα κι επικίνδυνο («Με λόγια που μιλιούνται επιεδή/ κάποτε νιώθουμε κοντά το χώμα/ τρυφερό, σκοτεινό και φιλήδονο»). Επίσης, στην πρώτη συλλογή βλέπαμε την πόλη να ανυψώνεται, ενώ εδώ τη βλέπουμε να βουλιάζει. Και πάλι έχουμε τον αριθμό τέσσερα, τέσσερις εποχές, τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όχι όμως πια σταυρό. Ήρθε ίσως ο έρωτας κι έδιωξε το μαρτύριο.

Ακόμη, ενώ είναι παρούσα και εδώ η Κυριακή, μάλιστα δίνει το όνομά της στον τίτλο μιας ολόκληρης ποιητικής ενότητας (τις «Σημειώσεις μιας Κυριακής») δεν απουσιάζει και η Δευτέρα. Η Δευτέρα σηματοδοτεί το κλείσιμο της κυριακάτικης παρένθεσης. Είναι η μέρα που τα γρανάζια της καθημερινότητας ξαναρχίζουν να δουλεύουν, η μέρα που συνειδητοποιείς ότι -για μια ακόμα φορά- δεν πρόλαβες να κάνεις όλα αυτά που ήθελες...

Μερικοί στίχοι από τη συλλογή: «μέσα μου πάντα θ’ ανάβεις τις μεγάλες σιωπές», «ένα κλουβί που του ‘φυγε ξάφνου το μέλλον», «η θλίψη είναι ευάλωτη στο φως, ξεβάφει», «θρύψαλα ο ήλιος μέσα μου και η άνοιξη φεύγει με το γκρι φουστάνι σου», «ποιος στέκεται ν’ ακούσει πίσω απ’ τη γλύκα της φωνής τον σπαραγμό», «εμείς ανύποπτοι σ’ έναν άλλο πνιγμό» και πολλοί άλλοι που δεν θα αναφέρω για να σας δώσω την ευκαιρία να αγοράσετε το βιβλίο και να εντοπίσετε τους δικούς σας αγαπημένους στίχους!

Η τρίτη κατά σειρά συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη είναι Η ώρα του λιμανιού. Πρωτοεκδόθηκε το 1987 και το όνομά της σημαίνει τη φευγαλέα ανάπαυλα πριν την κίνηση της παλίρροιας. Σ’ αυτή τη συλλογή, η Κυριακή, ο καπνιστής και τα τσιγάρα του, η ανοιχτή όσο και θερμή σχέση με το παρελθόν και τον μακρινό τόπο καταγωγής του και η συμβίωση με μια χαμένη αγάπη γίνονται οι συνιστώσες της ποίησης του Χρήστου Τουμανίδη. Οι Κυριακές δεν είναι Κυριακές της αιθρίας, της ξεγνοιασιάς, της εκδρομής. Πλησιάζουν περισσότερο προς τις «Κυριακές που ο ποιητής καλεί την ψυχή του για να της πει -σαν τραγουδάκι χαρωπό- ένα τραγούδι του θανάτου. Ο καπνιστής δεν είναι κοινωνός της γνώριμης αμηχανίας διά των τσιγάρων του. Το τσιγάρο γίνεται κλειδί που ανοίγει την πόρτα του κόσμου. Ν’ ανάψω; Να μην ανάψω; Το δίλημμα είναι το ίδιο αναπότρεπτο όσο το “να βγω ή να μη βγω;” τόσων εγκλείστων κι αλλού, η εγκατάλειψη ψηλαφείται με τον στίχο. Μήτε τσιγάρο, μήτε φως, μήτε τραγούδι κι ο χρόνος τέμνεται από τη στιγμή πριν και τη στιγμή μετά τη στάχτη». Δεν τα έχω γράψει εγώ αυτά, τα έγραψαν στο περιοδικό Πλανόδιονπου κυκλοφόρησε τότε που πρωτοεκδόθηκε η συλλογή, τον χειμώνα του 1987-1988.

Πράγματι, θα πω εγώ, σ’ αυτή τη συλλογή το ύφος του ποιητή είναι διαφορετικό. Σε αυτή τη συλλογή εμφανίζονται για πρώτη φορά ο ήλιος σαν σύμβολο και το τσιγάρο, όπως επεσήμανε το Πλανόδιον (μάλιστα, ο Σωτήρης Σαράκης έγραψε πως πρώτη φορά συναντά τόσα τσιγάρα στα ποιήματαα, όπως σημειώνει ο Σπύρος Θεριανός στο σημείωμά του στο frear.gr, που προανέφερα) ενώ σημαντική είναι η απεύθυνση σε μια γυναίκα που δεν κατονομάζεται, η παρουσία της όμως μένει να πλανάται στους στίχους με ένταση. Η ερήμωση είναι ένα βασικό θέμα εδώ, όπως και ο αποχωρισμός. Ο αριθμός τέσσερα κάνει και πάλι την εμφάνισή του σαν ένα υπόκωφο μοτίβο που διαπερνά όχι μόνο τις συλλογές του Τουμανίδη, αλλά και την ίδια τη ζωή.

Τα λιμάνια, τα πλοία, η βροχή (μου άρεσε πολύ το ποίημα «Νυχτερινή βροχή». Ξεκινά: «η περασμένη μου ζωή επιστρέφει απόψε σε στάλες» και συνεχίζει: «παλιά νερά, λάθη παλιά» που σκεπάζουν το ποιητικό υποκείμενο έως τους ώμους): αυτά είναι μερικά ακόμη από τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο ποιητής στη συλλογή, ενώ κάνει λόγο για πρώτη φορά και για το απόγευμα (είδαμε ότι είχε κάνει λόγο για το πρωινό και για τη νύχτα). Το απόγευμα είναι η μεταβατική ώρα ή το μεταίχμιο που καθορίζει το πέρασμα από μία κατάσταση σε μία άλλη – και πρέπει να κάνω εδώ μια σημείωση: Είναι σημαντικοί οι χρονικοί αλλά και οι χωρικοί προσδιορισμοί στην ποίηση του Τουμανίδη. Η ποίησή του συμβαίνει, όπως η ζωή, μέσα σε έναν χώρο και κατά τη διάρκεια κάποιου χρόνου – και είναι και τα δυο στοιχεία πολύ σημαντικά. Σ΄αυτή τη συλλογή βρίσκεται και η ενότητα που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο το οποίο συζητάμε σήμερα: «Από το βάθος της αιτίας».

Ας περάσουμε όμως στην τέταρτη συλλογή, την Αντίστιξη των άστρων που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1997. Σε αυτήν γίνονται εκτενείς αναφορές στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως στην πρώτη ενότητα, τη «Μυθολογία μιας στιγμής», που, όπως έγραψε ο Γιώργος Πετρόπουλος στο Νέο επίπεδοτην άνοιξη του 1998, κάνουν ορισμένα ποιήματα να μοιάζουν «σαν μακρινός απόηχος αναλόγων του Τέλλου Άγρα, του Κώστα Ουράνη και του Μήτσου Παπανικολάου».

Σε ανάλυσή της στο αφιέρωμα του περιοδικού Έρεισμα, στο οποίο προαναφέρθηκα, η Αργυρώ Μαντόγλου σημειώνει ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη συλλογή «τη μεταφορά του ουρανού και των ουράνιων σωμάτων που προβάλλονται ως μακρινές ενατενήσεις. [...] Τα άστρα λειτουργούν ως φωτεινές απολυτότητες μιας σχεδόν ανέφικτης προβολής. Συνυπάρχουν η υποψία και ο πόθος της ταύτισης με το ουράνιο σε κάθε ποιητικό στοχασμό του Τουμανίδη. [...] Κυριαρχεί η ανθρώπινη διάθεση να προβληθεί η υπόστασή της στο άπειρο και μέσα από αυτά τα “αστρικά συναπαντήματα” γεννιούνται τα ποιήματα που είναι η αντιπαράθεση του μικροκοσμικού με το μακροκοσμικό».

Το 1997 στο περιοδικό Μανδραγόραςδημοσιεύθηκε επίσης κείμενο για την Αντίστιξη των άστρωντου Τουμανίδη, στο οποίο διαπιστώνεται ότι στη συλλογή «κυριαρχεί η κατ’ εξοχήν αποστολή της ποίησης να μας παρέχει πρόσβαση σ’ εκείνη τη θέα του κόσμου όπου διαφαίνονται ταυτόχρονα το μυστήριο του κόσμου μαζί με το μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής».

Θα ήθελα κι εγώ να σημειώσω ότι είναι φανερή η μεστότητα του στίχου και της εξιστόρησης, αλλά και η σιγουριά του ποιητή στη διαπραγμάτευση της εικονοποιΐας και των νοημάτων σε αυτή τη συλλογή. Πρόκειται επίσης για τη συλλογή όπου κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα του χαϊκού, δώδεκα το σύνολο, με τίτλο «Δώδεκα τηλε-γραφήματα» και θα ήθελα να σταθώ σε τρία από αυτά: «6. Σπασμένο κλαδί/ αλλά η άνοιξη, δες,/ το κυρίεψε!», «7. Κρυφοί στεναγμοί/ των αστεριών η λύρα/ στ’ άδειο πηγάδι» και «12. Ξεχαστήκαμε/ σ’ ένα τριαντάφυλλο/ φυλλομετρώντας».

Κάπως έτσι φτάνουμε και στην πέμπτη και τελευταία ποιητική συλλογή που φιλοξενείται στο βιβλίο. Πρόκειται για μια συλλογή που αποτελείται αμιγώς από χαϊκού, έχει τίτλο Κεριά θυέλλης (με τον τρόπο του χαϊκού) και πρωτοκυκλοφόρησε το 2005. Στην προμετωπίδα της συλλογής διαβάζουμε ένα χαϊκού του Γιάννη Ρίτσου από τα 3 Χ 111 τρίστιχα του 1987. Όταν το είδα, θυμήθηκα ότι ο Νίκος Ψυλλάκης είχε γράψει πως πρωτοσυνάντησε τον Χρήστο στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου. Αλλά και ένα από τα χαϊκού της συλλογής του Χρήστου μιλάει για τον Ρίτσο: «Δέντρα και λέξεις/ το μεγάλο ποτάμι/ ο Γιάννης Ρίτσος».

Παρ’ ότι η φόρμα είναι δραματικά διαφορετική, είναι αξιοσημείωτο ότι τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Χρήστος μένουν σταθερά: η νύχτα, το φεγγάρι, τα δέντρα, τα άστρα, η πόλη, ο ήλιος, τα παράθυρα, η θάλασσα, το τσιγάρο, η Κυριακή, όλα είναι εδώ. Δοσμένα σε 17 συλλαβές: «Όλος ο κόσμος/ δεκαεφτά συλλαβές/ τραγούδα, μπορείς!» και σε 53 τρίστιχα. Όσο για τα θέματα, ερημιά, ελπίδα, ομορφιά, φως και ελευθερία είναι μερικά μόνο από εκείνα στα οποία στάθηκε η ευαισθησία του Χρήστου.

Θα ήθελα να κλείσω την εισαγωγή μου στην πρώτη ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο Από το βάθος της αιτίας, με λίγα από τα λόγια που έγραψε ένας άλλος αγαπημένος μου ποιητής, ο Τάσος Λειβαδίτης, για κείνον στο φύλλο της 13ης Απριλίου 1978 της εφημερίδας Αυγή:

«...ο Χρήστος Τουμανίδης ξεκινάει από ένα παρήγορο σημείο: το πιο παρήγορο σημείο της σύγχρονης ποίησης. Την καθημερινότητα. Η ποίησή του χαμηλόφωνη, δεμένη με τα πιο απλά δεδομένα της πραγματικότητας, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι συχνά μια υπόγεια προέκταση δεν φτάνει ως τα όρια της “σιωπηλής” κραυγής. [...] Ο ποιητής έχει ένα ιδιαίτερο στίγμα που μπορεί κανείς να το διακρίνει από μακριά. Την ειλικρίνεια πρώτον και δεύτερον την πίστη του στην υπεροχή της ποίησης – υπεροχή πάνω κι απ’ την ίδια την υπάρξή μας». Και πράγματι έτσι είναι.


Χριστίνα Λιναρδάκη


Σημ.: Το κείμενο αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας της υπογράφουσας στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στο Έναστρον βιβλιοκαφέ την Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019.


"Ο δύτης"του Μίνωα Ευσταθιάδη

0
0

"Όλοι φοράνε τις μάσκες τους, το φως υποχωρεί. Όλοι εκτός από έναν, που πάντα παραμένει αθέατος. Οι εντολές ακούγονται ξεκάθαρα, για λίγο στέκονται απολύτως ακίνητοι. Κάποιος θα νόμιζε ότι προσεύχονται. Κι όμως".

*

Ο Δύτηςείναι θεωρητικά ένα πολύ καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Θα μπορούσε αυτή η φράση να ξεκινούσε το κείμενό μου και να ήταν σωστή. Αλλά θα ήταν ταυτοχρόνως και απολύτως λάθος. Ο συνήθως λαλίστατος φίλος, που μου πρότεινε το βιβλίο, μου είπε απλά «διάβασέ το». Πιστεύοντας λοιπόν -η ανυποψίαστη- την περιγραφή του οπισθόφυλλου, ξεκίνησα ανέμελα να το διαβάζω. 

Το κλασικό μοντέλο του ντετέκτιβ ήσσονος σημασίας υποθέσεων με το μπλαζέ όνομα Κρις Πάπας ανταποκρίνεται απόλυτα στο σκηνικό νουάρ όπου τον έχει τοποθετήσει ο συγγραφέας - τόσο που στο τέλος του βιβλίου συνειδητοποιείς ότι το φως της ημέρας δεν άγγιξε καμία του σελίδα. Η εναλλαγή εικόνων μεταξύ Αμβούργου και Αιγίου και μεταξύ παρελθόντος και παρόντος είναι συνεχής και η δεξιοτεχνία με την οποία χειρίζεται τα ασύνδετα φαινομενικά κομμάτια του παζλ ο συγγραφέας, κλιμακώνοντας με αυτό τον τρόπο την ένταση του κειμένου, εξαιρετική. 

Διαδοχικές αυτοκτονίες και ανεξήγητοι θάνατοι, αλλόκοτα περιστατικά, ζωές που έχουν φτάσει στο όριο της διαστροφής συνθέτουν την πλοκή και σε κάνουν να  νομίζεις ότι -εντάξει- θα καταλήξει κλασικά, όπως όλα αυτού του είδους τα αστυνομικά μυθιστορήματα, και εσύ θα έχεις περάσει καλά με αυτό το βιβλίο πριν περάσεις στο επόμενο. Όμως τελικά δεν είναι έτσι, γιατί κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι όλο αυτό το σκηνικό ήταν απλά το όχημα. Το όχημα που θα σε οδηγήσει στις τελευταίες 20 περίπου σελίδες, όπου τα πάντα μετατρέπονται σε κάτι άλλο, σε αυτό το άλλο που πιθανότατα δεν θα σε αφήσει να κοιμηθείς ήσυχα για τουλάχιστον δύο νύχτες αφού τελειώσει το βιβλίο. Δεν υπάρχει τίποτα που να  σε προετοιμάζει για αυτό, εκτός ίσως από τον τίτλο και το εξώφυλλο που, έχοντας ξεπεράσει την ανάγνωση των δύο τρίτων του βιβλίου, ακόμα ψάχνεις να βρεις πού κολλάνε. 

Και το βρίσκεις τελικά ή μάλλον σε βρίσκει αυτό σε εκείνες τις λίγες τελευταίες σελίδες που, όταν τελειώσεις την ανάγνωσή τουςσυνειδητοποιείς ότι τελικά η κόλαση είναι κάτι που εφηύραμε, γιατί μας είναι αδύνατον να πιστέψουμε ότι η χειρότερη κόλαση είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μας λένε συνεχώς και με βεβαιότητα ότι το φως νικά πάντα το σκοτάδι. Δυστυχώς, ορισμένες φορές υπάρχουν στο ανθρώπινο μυαλό και την ψυχή κάτι μαύρες τρύπες που απορροφούν οτιδήποτε φωτεινό και οδηγούν σε πράξεις που πολύ θα θέλαμε να ήταν αποκύημα της διεστραμμένης φαντασίας ενός συγγραφέα, αλλά τελικά διαπιστώνουμε ότι είναι απλά η καταγραφή μίας πραγματικότητας.



Μαρία Γενιτσαρίου

"Εγκώμιο των συνόρων"του Ρεζίς Ντεμπρέ

0
0
Το να πλέκει κανείς το εγκώμιο των συνόρων τον καιρό της παγκοσμιοποίησης, όπως το κάνει ο Ρεζίς Ντεμπρέ, είναι μια συνειδητή πορεία κόντρα στο ρεύμα, που μπορεί να προκαλέσει ανοίκειες αντιδράσεις εναντίον του. Πρόκειται για μια ομιλία που έγινε στο Γαλλο-Ιαπωνικό Σπίτι στο Τόκυο το Μάρτιο του 2010 και έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και εκδοθεί από τις εκδόσεις Εστία το 2015. Γρήγορα καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι είναι μια διεισδυτική κριτική στην παγκοσμιοποίηση. Ο ορίζοντας του καταναλωτή διαστέλλεται, ενώ εκείνος του ψηφοφόρου συρρικνώνεται. "Η συλλογική ζωή προϋποθέτει διαχωρισμό".

Δεν είναι απαραίτητο να υιοθετεί κανείς άρδην τις απόψεις ενός συγγραφέα για να εκτιμήσει τη σκέψη του. Αυτό το βιβλίο ερεθίζει τη σκέψη, δεν επιδιώκει να απλοποιήσει το σύνθετο, περιπλέκει την κατάσταση παρομοιάζοντας τα σύνορα με το δέρμα των ζωντανών οργανισμών. "Πολεμική διασύνδεση του οργανισμού με τον έξω κόσμο, το δέρμα απέχει από το στεγανό παραπέτασμα όσο ένα σύνορο αντάξιο του ονόματός του από ένα τείχος. Το τείχος απαγορεύει τη διάβαση, το σύνορο τη ρυθμίζει."

Υποστηρίζει ότι το πρόβλημα της εποχής μας δεν προέρχεται από το πλεόνασμα αλλά από το έλλειμμα συνόρων. Με την τροπή που έχει πάρει το μεταναστευτικό τα τελευταία χρόνια και την εξέλιξη του Μεσανατολικού με τις ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ, τις στρατηγικές μεθοδεύσεις για αναθεώρηση συνθηκών (Τουρκία για συνθήκη Λωζάνης και τα "σύνορα της καρδιάς μας"του Ερντογάν) και τις φωνές για αναδιάρθρωση συνόρων στο Κόσοβο και όχι μόνο, οι σκέψεις και οι αιτιάσεις του Ντεμπρέ γίνονται άκρως επίκαιρες και πολύτιμο εφόδιο για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων με σοβαρό αλλά και ευφάνταστο τρόπο.

"H World Enterprise, προβεβλημένη κάποια στιγμή υπό την ώθηση του νεοφιλελευθερισμού, ολισθαίνει με τη σειρά της από τον ξένο προς αφομοίωση στον μετανάστη προς απέλαση: μέσα στη ζούγκλα μας, που διατείνεται ότι προσβλέπει σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση, η κάμερα παρακολούθησης κατασκοπεύει τον παρεκκλίνοντα, το δέρμα γίνεται οστό, και το οστό πανοπλία. Όποιος ήθελε να γίνει άγγελος, κατέληξε κτήνος". Δεν πρόκειται για μπροσούρα κατά της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων. Μαστιγώνει τις ιδεολογίες, τόσο αυτή που δεν αποδέχεται κανένα εμπόδιο στην επικοινωνία μεταξύ των λαών όσο και κείνη που τείνει να κλείσει τους λαούς ανάμεσα σε τοίχους. Είναι ολοκληρωτικές και οι δύο αυτές απόψεις με την έννοια ότι δεν νοούνται χωρίς την ολοκλήρωση, είτε μιας και μόνο ανθρωπότητας είτε ολοτήτων διαχωρισμένων μεταξύ τους.

Τα σύνορα, αντίθετα με τις ακραίες καταστάσεις, δρουν ως φίλτρο που επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ των λαών χωρίς άρνηση της ιδιαίτερης ταυτότητας του κάθε λαού, στην οποία δίνει δυναμική χροιά ακριβώς ως αποτέλεσμα της επικοινωνίας και των εκατέρωθεν επιρροών και επιδράσεων. Το σύνορο επομένως γίνεται όπλο ενάντια στον μηδενισμό, ταυτόχρονα απορρίπτει την άρνηση το εαυτού και την άρνηση του άλλου. Διατηρεί τη συλλογική συγκολλητική ουσία, την πίστη στην κοινή μοίρα απαραίτητη για την ψυχική ισορροπία. Η πίστη παραπέμπει στο ιερό, την ανάγκη αναγνώρισης και διαφύλαξης σε κάτι πέρα από τα ανθρώπινα που δίνει νόημα στη ζωή. Ένα όριο χωρίζει το ιερό από το ανίερο, παρατηρεί το παράδοξο, η παγκοσμιοποίηση, η κατάργηση των συνόρων και το ξερίζωμα γεννούν αντίδραση με το αγκίστρωμα των ξεριζωμένων στην κουλτούρα των προγόνων τους, χωρίς να ανήκουν εκεί πραγματικά, μόνο και μόνο για να αναζητήσουν μια ταυτότητα.

Στέλιος Ροζάκης



Σημ.: Απόσπασμα από κείμενο με τίτλο "Σημείωμα για το εγκώμιο των συνόρων"που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Έρεισμα, τεύχος 44(5).

Τρία βιβλία του εξαιρετικού Ιταλού συγγραφέα Erri de Luca

0
0
Τη γραφή του Erri de Luca την πρωτογνώρισα πέρυσι, γύρω στο Πάσχα, από έναν συνάδελφο. Είχε εκδοθεί τότε Το βάρος της πεταλούδαςτου από τον μικρό εκδοτικό οίκο Κέλευθος, από τον οποίο κυκλοφορούν και τα υπόλοιπα βιβλία του. Τότε, δεν είχα διαβάσει τίποτε απ’ όσα είχαν γραφτεί για Το βάρος της πεταλούδας, όταν όμως το είδα στο βιβλιοπωλείο αποφάσισα να το πάρω εξαιτίας του μικρού του σχήματος. Ήταν τέλειο για να το έχω μέσα στην τσάντα μου και να το διαβάζω στο μετρό.

Λίγο αφότου ξεκίνησα να διαβάζω Το βάρος της πεταλούδας κατάλαβα ότι το βιβλίο είχε πολλά περισσότερα από το βολικό του σχήμα να προσφέρει. Ο de Luca γράφει από την καρδιά του και στοχεύει στην καρδιά του αναγνώστη, καταφέρνοντας να δημιουργήσει στην απόσταση ανάμεσα στις δύο μια όμορφη αχλύ που μαγεύει. Αχλύ είναι η σωστή λέξη, γιατί η ατμόσφαιρα στα γραπτά του είναι ονειρική:
Είχε χωθεί κάτω από ένα πεύκο την πρώτη φορά, για να μην τον μυριστεί ένας άνθρωπος εκεί κοντά. Όταν εκείνος προσπέρασε, ξεσκάλισε κάμποσες πέτρες με τα πόδια και σκάρωσε ένα καλό απάγκιο. Κάτω από ένα σκέπαστρο πλεγμένο με κλαδιά σήκωνε το μουσούδι τη νύχτα ψηλά στον ουρανό – μια κατολίσθηση από φωταγωγημένα λιθαράκια. Με μάτια ορθάνοιχτα και αχνιστή ανάσα, στύλωνε το βλέμμα στους αστερισμούς, όπου οι άνθρωποι λαθεμένα βλέπουν μορφές ζώων, τον αετό, την αρκούδα, τον σκορπιό, τον ταύρο.Αυτός έβλεπε τα θραύσματα που είχαν ξεκολλήσει από τους κεραυνούς, και τις χιονονιφάδες πάνω στο μαύρο τρίχωμα της μάνας του, τη μέρα που έφυγε μακριά μαζί με την αδελφή του, μακριά από το σκοτωμένο σώμα της.Το καλοκαίρι τ’ αστέρια έπεφταν θρύψαλα, φλέγονταν κατά την πτήση τους κι έσβηναν στα λιβάδια. Τότε πήγαινε σ’ εκείνα που είχαν πέσει κοντά, για να τα γλείψει. Ο βασιλιάς γευόταν το αλάτι των αστεριών.
Το αγριόγιδο στο απόσπασμα κοιτάζει τα άστρα ακριβώς όπως ένας άνθρωπος... Ολόκληρο το διήγημα είναι μια σπουδή πάνω στη φύση του ζώου και του ανθρώπου και τα στοιχεία του καθενός που παρεισδύουν μέσα στον άλλο. Είναι επίσης μια σπουδή πάνω στη δύναμη και την αντοχή, την υπερηφάνεια και την τιμή, αλλά και τη φθορά που φέρνουν ο χρόνος και τη μοναξιά. Η δράση παρουσιάζεται αργά, καρέ-καρέ, η προσοχή στρέφεται στη λεπτομέρεια και η λεπτομέρεια οξύνει περαιτέρω την ήδη οξύτατη ευαισθησία του συγγραφέα.

Εντέλει, ο επίλογος του ανταγωνισμού ανάμεσα στον βασιλιά αγριόγιδο και στον κυνηγό, ο οποίος είχε οιονεί θέση βασιλιά στο βουνό από την πλευρά των ανθρώπων, γράφεται από κάτι ασήμαντο: το βάρος μιας λευκής πεταλούδας που στέκεται μια στιγμή στο αριστερό κέρατο του αγριόγιδου. Διόλου παράξενο: σύμφωνα με τη θεωρία του χάους, η κίνηση των φτερών μιας πεταλούδας που πετάει στη Βραζιλία μπορεί να προκαλέσει ανεμοστρόβιλο στο Τέξας...

Το βιβλίο συμπληρώνει ένα δεύτερο, πολύ μικρότερο, διήγημα, με τίτλο «Επίσκεψη σ’ ένα δέντρο» που επιτρέπει την αποφόρτιση από την ένταση του πρώτου. Σε αυτό, ο συγγραφέας στοχάζεται για τη φύση και την αντοχή των απομονωμένων δέντρων:
Όταν το σύννεφο πυκνώνει μολυβί, όταν μπερδεύεται αναμαλλιασμένο γύρω από το βουνό, ένα ρεύμα σαν ανατριχίλα περνάει στην επιφάνεια. Ο αναρριχητής, αν βρίσκεται εκεί, το αισθάνεται να σέρνεται πάνω του, χαϊδεύοντάς το σαν το μουσκεμένο βαμβάκι που τρίβει την επιδερμίδα πριν από την ένεση. Κι αφού ο ουρανός τριφτεί πάνω στη γη, ακολουθεί ο κεραυνός.Η κέμβρη γνωρίζει την ταραχή που της φωτίζει με μια άλω τα κλαδιά. Εκείνη τη στιγμή παύει ν’ ανασαίνει, ν’ αφήνει τους οπούς ν’ ανεβαίνουν πάνω: χαμηλώνει τις βελόνες της και προσμένει. Τυχαίνει το σύννεφο να μετακινηθεί και να ξεθυμάνει αλλού τον πυρετό του. Η έκρηξη πάνω σε άλλα βράχια ειδοποιεί πως μπορεί να ξαναπάρει ανάσα.
Η φύση είναι και πάλι στον πυρήνα, το ίδιο και η ευαισθησία του συγγραφέα που του επιτρέπει να αφουγκράζεται όλα όσα δεν μιλούν και τα ακούει να μιλάνε.

Το δεύτερο βιβλίο του Erri de Luca που διάβασα είναι τοΕίσαι δικός μου, εσύ. Η ιστορία που αφηγείται αφορά, σε πρώτη ανάγνωση, τον έρωτα ενός έφηβου για μια λίγο μεγαλύτερή του κοπέλα. Σε δεύτερη ανάγνωση όμως, υπάρχει ένα έντονα μεταφυσικό στοιχείο: ο νεαρός δεν είναι ο εαυτός του, κατοικείται προσωρινά από το πνεύμα του πεθαμένου πατέρα της κοπέλας που επιθυμεί να ξαναδεί και να ξαναγγίξει την κόρη του. Τα αισθήματα είναι και των δύο. Ή μήπως είναι η αγάπη και η νοσταλγία της κόρης που θέλει να ξανανιώσει κοντά της τον νεκρό της πατέρα από τη μία και από την άλλη ο εφηβικός έρωτας που ζητά να εκπληρώσει την επιθυμία της αγαπημένης;
Μου τραβούσε το χέρι, ήθελε να τρέξει μες στο πλήθος. Εγώ έκανα πως κουτσαίνω, βαριανάσαινα και σκούπιζα το μέτωπό μου με την παλάμη του δεξιού χεριού, απ’ τα μηνίγγια μου ως πίσω στον λαιμό. Κάποια στιγμή εκείνη κούνησε το κεφάλι και μου επίπε στο αυτί: «Τάτε, ξέρω πως είσαι εδώ, δε χρειάζεται να κάνεις τίποτ’ άλλο».Μου ήρθε να γελάσω μ’ εκείνο το παιχνίδι της μαζί μου κι απ’ το λαρύγγι μου βγήκε ένα γέλιο που δεν το ‘χα ξανακούσει. Ήταν ζεστό, αργό, διακεκομμένο. Το ένιωσα μέσα μου πηχτό, γεμάτο τρυφερότητα για τη δική μου Χάιλε, στη μέση της γιορτής. Με άκουσε που γελούσα κι ακούμπησε αστραπιαία το κεφάλι της στον ώμο μου.
Η ανθρώπινη συνθήκη πολλές φορές παίρνει απρόσμενους δρόμους και τότε κανείς δεν ξέρει πόσο και πώς μπορεί να την αλλάξει η βαθιά επιθυμία. Μέσα από το παράδοξο της ιστορίας που αφηγείται, αναδύεται ανάγλυφα το βάθος του πένθους και της απώλειας, της νοσταλγίας και του θρήνου που ορισμένες φορές εκφράζεται μέσα από τη χαρά.

Το τρίτο βιβλίο του Erri de Luca, την ανάγνωση του οποίου ολοκλήρωσα μόλις πριν λίγες μέρες, είναι Η ιστορία της Ειρήνης. Περιέχει κι αυτό δύο διηγήματα: το πρώτο, ομότιτλο του βιβλίου, είναι η ιστορία μιας κωφάλαλης κοπέλας που μιλά με τα δελφίνια και ζει τη μισή μέρα μαζί τους, χωρίς να το υποψιάζεται κανείς. Η αφήγηση είναι εκπληκτική και ανακαλεί αυτή τη βαθιά επιθυμία να μπορούσαμε κι εμείς να καταλαβαίναμε τα ζώα, να ζούσαμε με τον δικό τους, βαθιά διαισθητικό, τρόπο, να ήμασταν ένα με τη φύση:
Ξέρεις πως τα δελφίνια κλαίνε; Όχι, ξέρω πως τα δάκρυα πάνε μαζί με τις απώλειες και σπάνια με τις χαρές.

Αποδιώχνω τη σκέψη, αλλά ξαναβλέπω τα δάκρυα της γιαγιάς που πέφτουν χωρίς ούτ’ ένα λυγμό πάνω στο γιο της και κυλάνε ανώφελα πάνω του. Είναι σωστότερα τα δάκρυα των δελφινιών γιατί παραμένουν στη θάλασσα. Έχεις δίκιο, Ειρήνη, στη στεριά πέφτουν πάνω στα χέρια, στο πάτωμα, ή μέσα στον κινηματογράφο.

Γυρίζω προς το μέρος της και βλέπω για πρώτη φορά ένα ορφανό κοριτσάκι στη στεριά που αναγκάστηκε ν’ αναζητήσει στ’ ανοιχτά, μέσα στη θάλασσα, τη στοργή και την οικογένεια. Η στεριά ήταν μητριά γι’ αυτήν, ενώ η θάλασσα την αγκαλιάζει και τη χαϊδεύει.

Η Ειρήνη, που με ταράζει όταν με κοιτάζει καταπρόσωπο, κάνει τα μάτια μου να υγραίνονται. Και μένω ασάλευτος, χωρίς ν’ ανοίγω τα λιπόσαρκα χέρια μου να την αγκαλιάσω.Έτσι κυλάνε απ’ τα μάτια μου δυο δάκρυα. Εκείνη τα μαζεύει αμέσως και τα βάζει στο στόμα της. Είναι καλά, λέει.
Νομίζω ότι, για τον Erri de Luca, η ζωή είναι όπως η Ειρήνη. Ακατανόητη για τους πολλούς, με βαθιά ενσυναίσθηση, υπομονή και αντοχή για όσα προκαλεί και αγκαλιάζει, αλλά και έντονα γοητευτική, καθώς περιέχει μια διάσταση άρρητη και κρυφή, που όμως καθορίζει τον άνθρωπο.

Το βιβλίο συμπληρώνει μια άλλη μικρή ιστορία, που έχει τίτλο «Ένα πολύ χαζό πράγμα». Σε αυτήν ο συγγραφέας διηγείται τις τελευταίες μέρες ενός γέρου που είχε πολεμήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πλέον ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα με τα παιδιά και τον εγγονό του. Η δυσφορία της συγκατοίκησης, αλλά και η λαχτάρα του γέρου για μια λιγοστή στιγμή ευτυχίας προτού μπορέσει να κλείσει τα μάτια του, περιγράφονται με χειρουργική ακρίβεια στο ολιγοσέλιδο διήγημα:
Ένας ποιητής έγραψε: "Υπάρχει ανταγωνισμός στο χάος, ένα πολύ χαζό πράγμα". Κάθε άλλο: η μάχη για την επιβίωση, από την κούρσα των σπερματοζωαρίων μέχρι την περιπετειώδη διάσωση από ένα ναυάγιο, ήταν φυγή, λύσσα, αγωνία, τύχη και κάτι παραπάνω, αλλά χαζή όχι. Στο σιδερένιο κουτί του εγγλέζικου πλοίου είχε μακαρίσει εκείνο το παρεξηγημένο πολύ χαζό πράγμα, τη ζωή στην καθαρή της υπόσταση.
Γι'αυτήν ακριβώς τη ζωή στην καθαρή της υπόσταση μιλάει στα βιβλία του ο de Luca, επιλέγοντας να την κοιτάξει μέσα από την περισσότερο αθέατη, και γι'αυτό ακριβή και πολύτιμη, οπτική γωνία, ξανασυστήνοντάς μας έτσι τον κόσμο.


Χριστίνα Λιναρδάκη


Σημ.: Διαβάστε και το κείμενο της μεταφράστριας των δύο πρώτων βιβλίων, Άννας Παπασταύρου, για τον συγγραφέα.

"Με άλλο βλέμμα"της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

0
0
Στο ποίημα «Πόσο βασανιζόμαστε όσο να πεθάνουμε» από τη συλλογή της Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978), η Ρουκ εξιστορεί τη διασταύρωσή της με έναν γέρο που τρεκλίζει και, σοκαρισμένη από την εντύπωση που της προκάλεσε, γράφει:
Έτσι χάρισμα μου δόθηκε
ένα δείγμα θανάτου
και είδα μέσα μου βαθιά
πως η λάβρα γίνεται παγωνιά
και πως οι αντιρρήσεις που ‘χουμε
για τη ζωή
βουλιάζουν σ’ ένα άηχο κενό
που μυρίζει θειάφι.

Aυτό το «άηχο κενό» πραγματεύεται στην πιο πρόσφατη συλλογή της, Με άλλο βλέμμα,την οποία έγραψε ακριβώς 40 χρόνια μετά από εκείνο το ποίημα. Μόνο που η γριούλα είναι τώρα εκείνη και περιγράφει πια τις δυσκολίες και τα συναισθήματα που προκαλούν τα γηρατειά στον ίδιο τον εαυτό της. Στα 20 μόλις ποιήματα της συλλογής της, η Ρουκ καταφέρνει να περιγράψει ανάγλυφα την πάλη της με τον χρόνο και το άδειο που μένει, εκεί που κάποτε υπήρχε παλλόμενη ζωή:
Το άδειο αυτό πληγώνει βαθιά.
Είναι σαν να σε απορρίπτει η ζωή που έζησες
τα δώρα της να μην έχεις εκτιμήσει.
Το άδειο αυτό είναι σαν ποτέ
να μην έχεις υπάρξει.
(«Το καινούριο άδειο»)

O θάνατος είναι πλέον ορατός και μη μεταφράσιμος για κείνη, που «πάντα με ξένες γλώσσες συνομιλούσε» και που η «πιο τέλεια μετάφρασή» της ήταν όταν «σε έρωτα μετέφρασε της ζωής το τέλος». Μόνο που τώρα εκείνη η μετάφραση της φαίνεται κακή, αφού η έμπνευση και η φαντασία, ξεχασμένες σε μια γωνιά, θρηνούν και ο θάνατος (χωρίς ίχνος έρωτα) είναι ορατή πλέον συνθήκη.

Έπειτα, είναι η απώλεια της μνήμης. Αυτή που απογυμνώνει τον άνθρωπο από το παρελθόν του και τον αφήνει αντιμέτωπο με ένα εσαεί παρόν:
Tώρα που η μνήμη όλο χάνεται
σαν ένα πρόσωπο που απ’ τη ζωή μου φεύγει
τίποτα πια απ’ το παρελθόν
ούτε φωτίζει, ούτε απελπίζει
(«Μνήμη, το σπασμένο παιχνίδι»).

Αν όμως λείπει η μνήμη, δεν λείπει η αναστοχαστική διάθεση, καθώς σε πολλά σημεία η ποιήτρια αναφέρεται στα νιάτα και την ελαφρότητά τους, αλλά και στην ευθύνη που κουβαλούν:
Τι είναι αυτό που η νιότη αρνείται ν’ αντικρίσει;
Τον εαυτό της, την ίδια τη νιότη θέλει να ξεχάσει
γιατί οι ώμοι της βαραίνουν
από την ευθύνη που φέρει
για το μέλλον του κάθε ανθρώπου
(«Το πιοτό, ευθύνης ναρκωτικό»)

Tον κάπως ρητορικό αυτόν τόνο υιοθετεί η Ρουκ και σε μερικά ακόμη ποιήματα που είναι αρκετά διδακτικά σε ύφος. Δικαιούται όμως μια μεγάλη ποιήτρια να μιλάει έτσι με βάση την εμπειρία της. Σχολιάζοντας για παράδειγμα την εξειδίκευση και τη μηχανική επανάληψη, γράφει: «όταν η επανάληψη γίνει τρόπος γνώσης/ οι ορίζοντες σκουριάζουν πριν ακόμη ανοίξουν» («Επανάληψη, μια άλλη διπρόσωπη»). Αλλού, μιλώντας για τις εφήμερες «διασημότητες» της εποχής μας, γράφει: «Τώρα η διασημότητα ελάχιστα κρατάει/ λίγο σαν τη διαφήμιση που πρέπει να “πουλάει”./ Και ο καλλιτέχνης πετάει για λίγο/ ώσπου να δει πως δεν είναι δικά του τα φτερά/ και να πέσει πάλι στη γη/ με το πρόσωπο στο χώμα» («Διασημότητα, η πιο γνωστή κοροϊδία»).

Από την άλλη, αναγνωρίζει πως το σώμα, η πάλαι ποτέ πηγή όλων των ηδονών, έχει φθίνει: «κάποτε με τα όνειρα συνομιλούσε», ενώ τώρα «γονατίζει την ψυχή». Τη γονατίζει, επειδή ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση είναι επαχθέστερος από την έγνοια του θανάτου:
Το σώμα είναι πάντα αυτό που ήταν:
η μοναδική απόδειξη της ύπαρξής μας
μόνο που τώρα νιώθει πως άσκοπα περιπλανιέται
κι απορεί γιατί με τόσο πάθος το στηρίζει η ζωή
αφού καμιά ηδονή –την επιβίωση μονάχα–
δεν έχει να προσφέρει.
(«Το χαμένο σώμα»)

Η συλλογή κλείνει με μια πνοή του ανέμου… «Επίλογος αέρας» τιτλοφορείται το καταληκτικό ποίημα:
Αλλά υπάρχει ο αέρας.
Πότε βουίζει, πότε φυσάει δροσερός
τη φουρτούνα φέρνει και την απανεμιά.
Ναι, αυτός είναι ο σωστός επίλογος
μιας ολόκληρης ζωής
που βέβαια στο γιατί ήρθε
ποτέ δεν απαντά.

Τελικά έτσι είμαστε όλοι μας: μία ριπή του ανέμου που έρχεται και φεύγει, χωρίς να ξέρουμε γιατί και πώς ήρθε. Ο αέρας αποτελεί ταιριαστό επίλογο στη συλλογή μιας μεγάλης ποιήτριας, όπως η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, που δεν είναι κάτι πέρα από ένα γεμάτο σοφία και πόνο σχόλιο για το αμείλικτο πρόσωπο του χρόνου που φεύγει μακριά, χωρίς επιστροφή.

Χριστίνα Λιναρδάκη


Σημ.: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο literature.gr με τίτλο "Σαν πνοή ανέμου". Διαβάστε και τη συνέντευξη που παραχώρησεη Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο στίγμαΛόγου το Νοέμβριο του 2014.

Για τον Πολωνό νομπελίστα ποιητή Τσέσλαβ Μίλος

0
0
Ο Μίλος, ο Πολωνός ποιητής, συγγραφέας, διπλωμάτης, εξόριστος και δαφνοστεφανωμένος νομπελίστας, υπήρξε μια μορφή της οποίας η ζωή έμοιαζε να ενσωματώνει τον αναβρασμό ολόκληρου του εικοστού αιώνα. Έζησε τους δυο παγκοσμίους πολέμους και τη Ρωσική Επανάσταση, βίωσε τον φασισμό, τον κομμουνισμό και τη δημοκρατία, έζησε στην Ανατολική και τη Δυτική Ευρώπη και, αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, επιστρέφοντας ξανά και ξανά στα γεγονότα εκείνα στα γραπτά του. «Για μένα ο Μίλος είναι από κείνους τους συγγραφείς των οποίων η προσωπική ζωή υπαγορεύει το έργο τους… Εκτός των ποιημάτων του, όλα τα υπόλοιπα κείμενά του είναι δεμένα με την… προσωπική του ζωή ή την ιστορία των καιρών του», λέει γι’ αυτόν ο Βίτολντ Γκόμπροβιτς, ο άλλος μεγάλος εξόριστος Πολωνός ποιητής. Θα συμφωνήσω, χωρίς όμως να εξαιρέσω τα ποιήματα του Μίλος και πιστεύω πως ούτε εκείνος θα το έκανε, αφού θεωρούσε το μεγαλύτερο επίτευγμά του ως ποιητή την ικανότητά του να συγχωνεύει την ιστορία μέσα στα προσωπικά του βιώματα.

Όταν ρωτήθηκε για την πατρίδα του, ο Μίλος αποκρίθηκε πως κατάγεται από άλλο πλανήτη, άλλο χρόνο, άλλη εποχή. Γεννήθηκε το 1911 στη Λιθουανία – τμήμα της ευρωπαϊκής Ρωσίας τότε – σε μια από εκείνες τις περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης για τις οποίες οι δυτικοευρωπαίοι έχουν μια αόριστη μόνο άποψη, όπου εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν και ξεσπιτώθηκαν και στους δυο παγκοσμίους πολέμους, εκεί όπου όσοι επέζησαν, χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, είχαν μια εκπληκτική ιστορία να διηγηθούν.

[…] Παραθέτω εδώ ένα ποίημα από έναν κύκλο που ονομάζεται «Voices of poor people» («Φωνές φτωχών ανθρώπων»), το οποίο γράφτηκε το 1944:

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τη μέρα που ο κόσμος τελειώνει
Μια μέλισσα τριγυρίζει ένα τριφύλλι
Ένας ψαράς μπαλώνει ένα δίχτυ που λαμπυρίζει.
Πρόσχαρα γουρουνόψαρα αναπηδούν στη θάλασσα,
Πλάι στις υδρορροές παίζουν νεαρά σπουργίτια
Και το φίδι έχει χρυσαφένιο δέρμα όπως πρέπει να’ χει.

Τη μέρα που ο κόσμος τελειώνει
Γυναίκες διασχίζουν αγρούς κρατώντας ομπρέλες,
Ένας μεθύστακας νυστάζει στην άκρη του γρασιδιού,
Πλανόδιοι μανάβηδες φωνάζουν στον δρόμο,
Και ένα ιστιοφόρο με κίτρινα πανιά πλησιάζει στο νησί,
Η φωνή ενός βιολιού στέκεται στον ουρανό,
Και οδηγεί σε μια έναστρη νύχτα.

Και εκείνοι που περίμεναν αστραπή και κεραυνό
Απογοητεύονται.
Και εκείνοι που προσδοκούσαν οιωνούς και ρομφαίες αρχαγγέλων
Δεν πιστεύουν πως τώρα συμβαίνει.
Όσο ο ήλιος και η σελήνη στέκονται στον ουρανό,
Όσο μια μέλισσα επισκέπτεται ένα ρόδο,
Όσο ρόδινα βρέφη γεννιούνται
Κανείς δεν πιστεύει πως τώρα συμβαίνει.

Μονάχα ένας γέρος ασπρομάλλης,
Που θα μπορούσε προφήτης να’ ναι
Κι όμως προφήτης δεν είναι, γιατί είναι πολυάσχολος
Επαναλαμβάνει καθώς δένει τις τομάτες του:
Δεν θα υπάρξει άλλο τέλος του κόσμου,
Δεν θα υπάρξει άλλο τέλος του κόσμου.


Αυτά τα «αφελή» ποιήματα του Μίλος ήταν τα πρώτα δείγματα αυτού που επρόκειτο να γίνει η πρωταρχική του πεποίθηση ως ποιητή και βάση της διαφωνίας του με τον μοντερνισμό. Η αξία ενός ποιήματος, σκέφτεται τώρα, πρέπει να εξαρτάται από το ποσοστό πραγματικότητας που αποδίδει. «Η πραγματικότητα αργά ή γρήγορα βάζει τη λογοτεχνία σε δοκιμασία», έλεγε.


Τσαρλς Σίμικ
(μτφρ.: Έλενα Τσουκαλά)


Σημ.: Απόσπασμα από εκτενές κείμενο με τίτλο «Ποιήματα από την Άβυσσο» που αναδημοσιεύθηκε από την The New York Times στην The Athens Review of Books, τεύχος 90, Δεκέμβριος 2017.

Viewing all 855 articles
Browse latest View live




Latest Images