Ο Γιοσέφ Ελιγιά (Ιωσήφ Ηλία Καπούλιας) ήταν Ισραηλίτης Γιαννιώτης (Ρωμανιώτης) ποιητής και μεταφραστής κατά τον μεσοπόλεμο. Γεννήθηκε το 1901 στην Ηπειρώτικη πρωτεύουσα, παρακολούθησε μαθήματα στη φημισμένη σχολή των Ιωαννίνων «Alliance Israelite», απ’ όπου αποφοίτησε το 1918 και στην οποία αργότερα διορίστηκε καθηγητής.
Εκείνη την εποχή αναπτυσσόταν στα Γιάννινα έντονη σιωνιστική δραστηριότητα στους κόλπους της Ισραηλίτικης παροικίας. Το Σιωνιστικό κίνημα της εποχής δεν άφησε ανεπηρέαστο τον Γιοσέφ Ελιγιά, όπως μαρτυρεί το πρώτο του ποίημα «Οι τρεις ραβίνοι».
Συνεργασίες των εφηβικών του χρόνων δημοσιεύονται στο περιοδικό «Ισραέλ» της Εβραϊκής κοινότητας Τρικάλων που εξέδιδαν οι Γ. Γιαγκονέλ και Άσσερ Μωυσής. Είναι η εποχή που ο Γ. Ελιγιά ήταν ένθερμος σιωνιστής και πίστευε ότι οι φτωχοί της Εβραϊκής διασποράς θα διασωθούν μόνον με την ίδρυση του Ισραηλιτικού κράτους στη γη της Παλαιστίνης. Αργότερα, καθηγητής στην «Alliance» εγκαταλείπει τις ιδέες του σιωνισμού και γίνεται υποστηρικτής της αρχής της αφομοίωσης της Ισραηλίτικης διασποράς. Πλέον αρχίζει να μελετά Νέα Ελληνική, Γαλλική φιλολογία και Εβραιολογία. Μετά την απόλυσή του από τον Ελληνικό στρατό το 1921, διευρύνονται οι πνευματικοί του ορίζοντες και αρχίζει μια έντονη κοινωνική δραστηριότητα στην πόλη των Ιωαννίνων. Ανοίγεται στους πνευματικούς κύκλους της πόλης, ενώ δημοσιεύονται ποιήματά του στον «Ηπειρωτικό αγώνα» στον «Κήρυκα» και στην «Ήπειρο».
Ενώ τους πρώτους χρόνους δημοσιεύει ποιήματα που υμνολογούν την Σιών, το 1921 γράφει ποίηση ρομαντικού περιεχομένου, για να δώσει στην ποίησή του από το 1924 και έπειτα ένα σταθερό ριζοσπαστικό κοινωνικό προσανατολισμό. Είναι σωστό να τονισθεί ότι ο Γ.Ε., έχει γνωριστεί με προοδευτικός και σοσιαλιστικούς κύκλους των Ιωαννίνων, οι οποίοι θα τον επηρεάσουν στην περαιτέρω πνευματική και πολιτική του πορεία. Ο Γ. Ελιγιά εγκαταλείπει σταδιακά την ιδέα του Σιωνισμού, προσανατολίζεται στη διεύρυνση της Εβραϊκής παράδοσης και μεταφράζει ποιήματα της Εβραϊκής διασποράς στην Ελληνική γλώσσα. Είναι πλέον κατά την ορολογία ένας «Αλλιανιστής» (αφομοιωτικός), σύμφωνα με τις αρχές της «Alliance Israelite Universelle» του Παρισιού, οργανισμού υπό την εποπτεία του οποίου ιδρύθησαν ανά την Εβραϊκή διασπορά διάφορες τοπικές κοσμικές Εβραϊκές σχολές. Οι σχολές αυτές επηρεασμένες από το πνεύμα του Γαλλικού διαφωτισμού (λαϊκή παιδεία), περιόρισαν από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. τις παραδοσιακές σχολές θρησκευτικής μόρφωσης και στοιχειώδους μάθησης της Εβραϊκής. Αυτής της μορφής υπήρξε και το παράρτημα της Alliance στα Γιάννενα που άνοιξε το 1904. Οι μαθητές της Alliance είχαν αξιοζήλευτο επίπεδο μόρφωσης, το ίδιο και ο Γ. Ελιγιά.
Έτσι, καθηγητής πλέον της «Alliance», σε ομιλία του με τίτλο: «Περί μεταβιβλικής ποιήσεως» στη Ζωσιμαία σχολή στα τέλη του 1924, μας φανερώνει το υψηλό επίπεδο των καθηγητών και σπουδαστών της Εβραϊκής σχολής. Η ομιλία του αυτή εντυπωσίασε τον πνευματικό κόσμο της Ηπειρώτικης πρωτεύουσας και έτυχε ευμενέστατων κριτικών από τις στήλες των τοπικών εφημερίδων. Εκτός από την πνευματική δράση, αναπτύσσει και ενεργή ριζοσπαστική πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα, η οποία τον οδηγεί στη συνεργασία με την αριστερή μαχητική εφημερίδα «Νέος Αγών». Πνευματική δραστηριότητα και κοινωνικοί αγώνες συναντιούνται δημιουργικά, η μεν πρώτη είναι καρπός του περιβάλλοντος των Ιωαννίνων, η δε δεύτερη είναι ο αντίκτυπος των ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων της δεκαετίας του ’20. Εξάλλου και ο ίδιος έχτισε πολύ καλές σχέσεις με τους προοδευτικούς κύκλους της πόλης και προπαντός με τη σοσιαλιστική συντροφιά.
Τα ποιήματα του Γ. Ελιγιά αυτών των χρόνων εκφράζουν ένα έντονα ταραγμένο ψυχικό κόσμο και τον κατατάσσουν στους πρωτοπόρους της «γενιάς του ’20» ή, κατά τους ιστορικούς της λογοτεχνίας, στο ρεύμα του «Καρυωτακισμού».
Ο ποιητής δεν επαναπαύεται στην ποιητική του πρωτοπορία, αλλά γράφει και ποίηση που επικεντρώνεται σε φλέγοντα κοινωνικά θέματα και μάλιστα σε τόνους αρκετά υψηλούς. Παρουσιάζουμε δύο στροφές από το ποίημα «Μιλιταρισμός ή Μπότα» με τολμηρό για την εποχή του αντιμιλιταριστικό περιεχόμενο:
Μαύρη πολιτεία βουβή και σαν συλλογισμένη
Την ευτυχία που διάβηκε λες μάταια να γυρεύει
Κάποια μορφή, σα φάντασμα, μες στο χακί διαβαίνει,
Κάποια αστραπή φειδογλυστρά με στης καρδιάς τα ερέβη
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά, καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια.
Σφίγγει η καρδιά το δάκρυ της κι αναγυρνά από τρόμο,
Πηχτό σκοτάδι στην ψυχή, και η μπότα φοβερίζει
Κάποιος αργά τις βλαστημεί με κυρτωμένο ώμο
Και ενός σκυλιού η βραχνή φωνή σαν κάπου να γαυγίζει
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια.
Από τη δημοσίευση του ποιήματός του «Μιλιταρισμός ή Μπότα» μέχρι τη συνεργασία του με την αριστερή εφημερίδα «Νέος Αγών», στην οποία ο Γ.Ε. εμφανίζει αρκετά ριζοσπαστικά κείμενα, συναντάμε έναν ώριμο ποιητή, έντονα προβληματισμένο με τα κοινωνικά ζητήματα του καιρού του.
Η δεκαετία του ’20 είναι η εποχή κατά την οποία η Γιαννιώτικη κοινωνία είναι σε μεταβατική κατάσταση λόγω της ενσωμάτωσής της στον εθνικό κορμό, μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου. Ιδρύονται αρκετά μορφωτικά, επιστημονικά και εργατικά σωματεία, γεγονός που σημαίνει ότι η κοινωνία της πόλης περνά το στάδιο μιας έντονης ζύμωσης. Το 1922 ιδρύεται και το «Πανηπειρωτικό Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων», στο οποίο συμμετέχουν 8 δυναμικά συνδικαλιστικά σωματεία.
Όπως προαναφέραμε, τα ποιήματα του Γ.Ε. που δημοσιεύονται στον «Νέο Αγώνα» είναι πρωτοποριακά και μαχητικά. Τα ποιήματα: «Εργάτης», «Μπότα», «Φαρισαίοι», είναι δείγματα της μαχητικότητάς του. Παραθέτουμε στίχους από το ποίημα «Εργάτης»:
Γλυκοχαράζει η αυγή, τη γλυκοχαιρετίζεις
Και ξεκινάς πικρέ αδελφέ για τον τραχύ αγώνα
Με ροζασμένα μπράτσα ωιμέ και πληγιασμένο γόνα,
Μεσ’ στις δουλείας την κόλαση της ζωής τάνθια μαζεύεις.
Η νεότερη πλάι στο γκρεμό σέρνεται της αβύσσου
Και ξεκινούν τα γηρατειά στον κάμπο απ’ τα ασφοδέλια,
Κι ενώ κροτούνε του άρχοντα στην πολιτεία τα γελοία
Σκλάβε πονώ τον πόνον σου, βυζαίνω απ’ την οργή σου.
Οι δημοσιεύσεις του Γ.Ε. στο «Νέο Αγώνα» ενοχλούν τις στρατιωτικές αρχές της πόλης, ο Γ.Ε. καλείται συχνά στο φρουραρχείο για «συστάσεις» λόγω της δράσης του στις προοδευτικές πολιτικές κινήσεις και για τα δημοσιεύματά του στην εφημερίδα. Ακολουθεί η σύλληψη και η φυλάκισή του.
Μέσα από τα σίδερα της φυλακής γράφει το μελαγχολικό ποίημα: «Πίσω απ’ τα κάγκελα ή Profundis»:
Βαριά βαριά στη σάρκα μου κρατούν τα σίδερά σου
Σκλαβιά πικρή, σκλαβιά αιματοβυζάστρια
Και λαχταράω για λύτρωμα, για τον πλατύν αγέρα
Μα ωιμέ, τριπλά της φυλακής τα κάστρα.
Μαύρε Σατράπη, άγριε φονιά δε με νικάς, ωστόσο,
Και ταπεινά η ψυχή μου δε λυγίζει
Δε ζητιανεύω λευτεριά, δεν ζητιανεύω χάρη
Στην πόρτα, ω Κάιν, το κρίμα σου σταλάζει!
Μετά την αποφυλάκισή του, η παραμονή του στα Γιάννενα καθίσταται δύσκολη. Αυτοεξορίζεται στο Αργυρόκαστρο της Β. Ηπείρου για μερικούς μήνες. Οικονομικοί λόγοι τον αναγκάζουν να επανέλθει στη γενέθλια πόλη. Οι ελληνικές αρχές αλλά και οι προύχοντες της Εβραϊκής Κοινότητας δεν το αφήνουν να ησυχάσει, έτσι αναγκάζεται να αναχωρήσει για την Αθήνα. Ο γνωστός Γιαννιώτης συγγραφέας Δημ. Χατζής περιγράφει την αναγκαστική αναχώρηση του Γ.Ε. για την πρωτεύουσα με τα παρακάτω λόγια: «Ο Γιοσέφ διώχθηκε από το σχολείο της Αλλιάνς Φρανσαίζ. Οι πόρτες κλείσθηκαν όλες, στην αρχή οβραϊκές, ύστερα όλες οι άλλες. Ζώστηκε ολούθε από τη φτώχεια, κυνηγήθηκε με εκείνο τον τρόπο που ξέρουν στην επαρχία να κυνηγούν».
Στην Αθήνα γνωρίζεται και δημιουργεί καλές σχέσεις με πνευματικούς ανθρώπους όπως τον Μ. Αυγέρη, Φ. Κόντογλου, Κ. Βάρναλη, Γρ. Ξενόπουλο, Στ. Δάφνη, Μιλ. Μαλακάση και άλλους. Συνεργάζεται με τη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού» και με άλλα έγκριτα φιλολογικά περιοδικά όπως «Νουμάς Τέχνη και Κριτική». Το 1931 ανοίγει συνεργασία με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι», διευθυντής του οποίου είναι ο Π. Πικρός και στη σύνταξη η Γαλ. Καζαντζάκη. Το ίδιο έτος διορίζεται καθηγητής Γαλλικών στο γυμνάσιο του Κιλκίς, με προοπτική τη μετάθεσή του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου ο Βυζαντινολόγος καθηγητής Ν. Βέης του υπόσχεται έδρα Εβραιολογίας. Στο Κιλκίς γράφει ποιήματα και μεταφράζει τους ψαλμούς και άλλες βιβλικές ποιητικές ενότητες (Άσμα Ασμάτων). Δείγματα της ποίησης του Γ.Ε. στό Κιλκίς είναι το ποίημα «Πουρείμ» (Εβραϊκό Καρναβάλι) και το ποίημα «Κιλκίς». Το ποίημα αυτό είναι επηρεασμένο από την «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη, το αφιερώνει στην «μακαρία μνήμη του ποιητή της Πρέβεζας». Το «Πουρείμ» είναι αφιερωμένο στη μητέρα του, «κάτι σαν γράμμα» όπως αναφέρει ο ίδιος. Τα παραπάνω ποιήματα εκφράζουν την απόγνωση και την πλήξη του που βρίσκεται στη μικρή επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας. Διαλέγουμε στίχους από το ποίημά του «Πουρείμ»:
Πουρείμ απόψε! Ω της φαιδρής γιορτής τρανό ξεφάντωμα
Φως στην ψυχή, κι ένα χαμόγελο σ’ όλων τα χείλη
Και εγώ μανούλα μου ορφανή, της ξενιτιάς η απόρριγμα
Σε μια ψυχρή, σε μια άχαρη γωνιά να ρέβω μόνος.
Πουρείμ απόψε! Διάπλατα οι Σναγωγές ξανοίγουνε
Τις αγκαλιές των στα πιστά τέκνα του αρχαίου λαού μου
Απ’ τη λευκή περγαμηνή διαβάζουν με κατάνυξη
Του Μαρδοχαίου και της Εσθήρ τους θριάμβους.
Στις 15 Ιουλίου 1931 κατεβαίνει στην Αθήνα άρρωστος, από κοιλιακό τύφο. Πεθαίνει λίγες ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο του «Ευαγγελισμού». Εκτός από τις δημοσιεύσεις του σε εφημερίδες και περιοδικά των Ιωαννίνων και των Αθηνών δεν κυκλοφόρησε κανένα βιβλίο στη σύντομη διάρκεια της ζωής του. Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων έγινε το 1938 από τον Ισραηλιτικό σύλλογο «Μπενέ Μπερίθ» της Θεσσαλονίκης, με επιμέλεια του Γ. Ζωγραφάκη.
Η ποίησή του θεματογραφικά αποτυπώνεται κυρίως γύρω από τις παραδόσεις της Βίβλου. Από την κριτική του καιρού του χαρακτηρίστηκε άλλοτε μελαγχολική και χαμηλόφωνη, άλλοτε τραγική, χωρίς ωστόσο αρκετοί κριτικοί να της αναγνωρίζουν ιδιαίτερα προτερήματα.
Αντίθετα, οi Κ. Παλαμάς, Γρ. Ξενόπουλος και Κ.Θ. Δημαράς είδαν την πρωτοτυπία του Ελιγιά στη συνύπαρξη Εβραϊκού και Ελληνικού στοιχείου. Για τον Παλαμά ο Ελιγιά είναι «σύνδεσμος όχι συνηθισμένος μεταξύ της Ελληνικής ευρυθμίας και της Βιβλικής μεγαλοπρέπειας». Για τον Γ. Ξενόπουλο: «Ο πρώτος μετά την Αλεξανδρινήν περίοδον που αποτελεί δεσμόν μεταξύ των ομοφύλων του και των Ελλήνων». Ο Δημαράς έγραψε για τον Γ.Ε. «εγνώριζε να συνδιάζει τον λυρισμό της Εβραϊκής του καταγωγής με την μορφική επεξεργασία που είναι του ελληνικού πνεύματος η απαίτηση». Οι τρεις αυτοί Νεοέλληνες στοχαστές παρατηρούν τον «σύνδεσμο», «δεσμό», «συνδυασμό» του Εβραϊκού και του Ελληνικού ως εξωτερικών του ενός στο άλλο στοιχείων. Αλλά δεν επισημαίνουν τη διαλεκτική μεταξύ τους, την αντιφατική τους σχέση και ταυτόχρονα συνάφεια, τη δυναμική τους ως ενότητα αντιθέτων. Αυτό είναι το μείζον της ποίησης του Ελιγιά στο έλασσον της λεπτής μορφής της.
Η ποίηση του Ελληνοεβραίου Γ. Ελιγιά γράφεται πριν από τη μοντερνιστική γραφή, που εγκαινιάζουν ο Γ. Σεφέρης και ο Ο. Ελύτης και οι άλλοι Έλληνες υπερρεαλιστές και έχει το στίγμα του «ελάσσονος ποιητή». Αλλά τα «ελάσσον» περικλείει και το μείζον. Μέσα από το λεπτό κέλυφος αναδύεται ένας νεοσσός και μάλιστα γιος αετού, τονίζουν οι νεώτεροι μελετητές των έργων του Γ. Ελιγιά.
Για πολλά χρόνια το έργο του λησμονήθηκε ή όταν εξεδόθη κατά καιρούς, απουσίαζαν αρκετά ποιήματά του, όπως τα επαναστατικά, προφανώς εξαιτίας της λογοκρισίας. Η έκδοση: «Γιοσέφ Ελιγιά - ποιήματα» (Δωδώνη 1967) αποτελεί επιβεβαίωση των παραπάνω.
Τελευταία, το ποιητικό του έργο επανεκτιμάται θετικά. Η χρονική περίοδος κατά την οποία έζησε καθώς και οι αισθητικές και ιδεολογικές του επιδράσεις γίνονται αντικείμενο επιστημονικής έρευνας από το τμήμα νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων αλλά και άλλων μελετητών. Οι έρευνες της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ελένης Κουρμαντζή επικεντρώνονται σε ικανοποιητικό βαθμό στην ποιητική δημιουργία και την πολιτική δράση του Γ.Ε. κατά τα έτη 1921-25. Ένας άλλος πανεπιστημιακός, ο Λ. Ναρ, έπειτα από επίπονη εργασία, εδημοσίευσε σε μορφή «Απάντων» (2 τόμοι) τα ποιήματα και τις μεταφράσεις του Ρωμανιώτη ποιητή (Άπαντα – Γιοσέφ Ελιγιά, εκδόσεις Γαβριηλίδης). Πρόκειται για επιμελημένη έκδοση, η οποία διορθώνει τις παραλείψεις και τα λάθη παλαιότερων εκδόσεων, αναγνωρίζοντας έτσι έναν πνευματικό δημιουργό ο οποίος δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του.
Μια ριζοσπαστική προσέγγιση της δημιουργίας του Γ.Ε. επιχειρείται από τον Σάββα Μιχαήλ, Εβραϊκής καταγωγής, γνωστό συγγραφέα, θεωρητικό της επαναστατικής αριστεράς και καλό γνώστη της αρχαίας και σύγχρονης φιλοσοφίας. Ο Σάββας Μιχαήλ σε αφιέρωμα περιοδικού για τον Ελληνοεβραίο Γιαννιώτη, αναφέρει: «Ο Γιοσέφ Ελιγιά είναι ο λυρικός εκπρόσωπος, στον Ελλαδικό και στον ελληνόφωνο χώρο, του ευρύτερου ρεύματος του σύγχρονου επαναστατικού ιουδαϊκού μεσσιανισμού, που αγκάλιασε πολλά και έξοχα πνεύματα της Ιουδαϊκής διανόησης και νεολαίας στην Ευρώπη πριν και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την μεγάλη Οχτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση. Ο Μ. Λεβί έχει κάνει ένα περίγραμμα αυτού που ονομάζει "Ελευθεριακό Ιουδαϊσμό στην Κεντρική Ευρώπη". Περιλαμβάνει στοχαστές, συγγραφείς και επαναστάτες, όπως ήταν Φρ. Κάφκα, Β. Μπενζιαμίν, Ετ. Μπλόχ. Ένα αντίστοιχο περίγραμμα στον Ελλαδικό χώρο θα περιλάμβανε, ανάμεσα σε άλλους, τρεις εξέχουσες προσωπικότητες: τον ποιητή και σοφό Γιοσέφ Ελιγιά από τα Γιάννια, τον πρωτοπόρο βυθοσκόπο του θεάτρου σκιών και του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού Τζούλιο Καΐμη από την Κέρκυρα και τον Αβραάμ Μπεναρόγια από τη Θεσσαλονίκη, όπου μαζί με τους συντρόφους εργάτες ίδρυσε τη "σοσιαλιστική φεντερασιόν". Υπήρξαν βέβαια διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες και στους κεντροευρωπαίους εκπροσώπους του εβραϊκού ελευθεριακού πνεύματος. Όπως πάνω – κάτω ανάμεσα στον Έλληνα Παπαδιαμάντη και τον Ρώσο Ντοστογιέφσκι. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ιδιαίτερες και ανεπανάληπτες εκδηλώσεις μιας γενικότερης στάσης ζωής και θεώρησης του κόσμου».
Μερικά ακόμη ποιήματα του Γιοσέφ Ελιγιά (δείτε και ένα μελοποιημένο
εδώ):
ΙΗΣΟΥΣ «Τίποτε μεσ’ την ανθρώπινη ιστορία, δεν μπορεί να ισοφαρίση την αγάπη που Αυτός έχει εμπνεύσει, την παρηγοριά που Αυτός έχει σκορπίσει, την Αρετή πού Αυτός έχει ενθαρρύνει, την ελπίδα και τη χαρά πού Αυτός έχει χαράξει μεσ’ τα ανθρώπινα στήθια…»
“A Jewish view of Jesus”, 1920, του φιλελευθέρου ραββίνου Enelow Hymans
Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι άγρια μίση
να κλάψω μπρος σ’ το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας
ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο ετούτο ανθοβολήσει.
Της Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό το φως σου πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες! πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στο δικό σου: δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι οι Σταυρωτήδες.
Δεν είναι ο πρώτος, μήτε κι ο στερνός Εσταυρωμένος
γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου·
κι όμως η δόξα σου άσπιλη μεσ’ των θνητών το γένος:
Είσαι, δεν είσαι γυιός Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!...
ΡΟΥΘ
Μαλαματένια τα σπαρτά στη κάψα του Αλωνάρη
Η Ρουθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
Με την πανώρια της ψυχής και το χρυσό της θώρι.
Σταχυολογούσε ολόσκυφτη στου χωραφιού μιαν άκρη.
Γέλια και κακαρίσματα και λόγια λιγωμένα
Σαν των πουλιών κελαϊδισμοί, σαν αηδονιών τραγούδι
Του κόπου δρόσιζαν γλυκά και της δουλειάς τη λαύρα
Λαιμοί, στηθάκια θραψερά, στου λιοπυριού το χάδι
Κάθε λεβέντη ξάναβαν στα χείλη κάποιον πόθο.
- Ω μάγια και ω πλανέματα λησμονημένων τόπων.-
Μακρυά η Βηθλεέμ νείρονταν πανώρια ρηγοπούλα.
Ξάφνω μεσ’ της δουλειάς τη βοή και το τρελλό γιορτάσι
Προβάλλει ο Μπόαζ αργός κι αγνός και καλοκαρδισμένος
«Ο Θεός με Σας, λεβέντες μου!» - «Ο Θεός να Σε βλογήση»
Κι η Ρούθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
το βλέμμα δεν ασήκωνε κι όλο σταχυολογούσε:
«Ποια νάναι αυτή, λεβέντες μου, που στάχυα εκεί μαζέβει
Και δεν σηκώνει τη ματιά το φως για ν’ αντικρύσει;»
Ρώτησε ο Μπόαζ κι ένας νιός έτσι του απολογιέται:
«Κοπέλλα Μοαβίτισσα της Νωαμής η νύφη
Είναι, πού τώρα γύρισε στη ώρας μας, μαζύ της
Σαν χήρεψε – κι αφίνοντας το πατρικό ρημάδι
Ήρτε γλυκά να σκεπαστή στου Κύριου τις φτερούγες…»
Κι ο Μπόαζ με τα λευκά μαλλιά και τη λευκή ψυχή του
Στα φυλλοκαρδια του έννοιωσε το δάκρυ της συμπόνιας.
Μα η Ρούθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
με την πανώρια την ψυχή και την σεμνή θωριά της
σταχυολογούσε ολόσκυφτη στου χωραφιού μιαν άκρη...
«ΤΟ ΤΟΡΑ ΜΑΣ» (Ο ΝΟΜΟΣ ΜΑΣ) Μεσονυχτίς στην άκαρπη μελέτη βυθισμένοι
με τη χλωμή σας την θωριά που η φτώχεια όλο μαραίνει,
στ’ αραχνιασμένα σας «Ταλμούντ» τα παλαιικά σκυφτοί
κι η σκλαβωμένη σας ψυχή με πάθος αναζητεί
να βρει τι γράφει το Τορά μας.
Μα, αν τυφλωμένη απ’ την παλιά ξεθωριασμένη πίστη,
στου χρόνου το περπάτημα δεν το ’νιωσες; -εσβήστη
η αρχαία λυχνία. Καινούριο φως στη στράτα μας μπροστά
Και το γοργοξετύλιγμα της ζωής πια δε ζητά
να βρει τι γράφει το Τορά μας.
Ως αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου «μεγαλείο».
Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο
έλα εκεί μέσα θε να βρεις πυρογραμμένο κάτι
- με του Δυνάστη το ραβδί, με τα δεσμά του Εργάτη –
φριχτό που δε γράφει το Τορά μας.
(Δημοσιεύθηκε το 1925 στο Περιοδικό: «Κριτική και Τέχνη»)
ΚΙΛΚΙΣ «Στη μακάρια σκιά του ποιητή της Πρέβεζας»
Αχ πόσο οδυνηρό κι απαίσιο
σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο
η ζωή σου να λιμνάζει οκνή,
η Ανία το Θρήνο να αρχινάει
και σβούρα να στριφογυρνάει
στον ίδιο άξονα η ψυχή…
Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη,
στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη
να σβήνουν σα μουντός καπνός
πουρνό – βράδυ, στην πονεμένη
ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει
ο μολυβένιος ουρανός.
Το ίδιο στρατί για το σχολείο
και του Φωκίτη το βιβλίο
να κουβαλάς πάντα μαζί
κι ολομερίς ν’ αναρωτιέσαι
στον κρύο βούρκο που κυλιέσαι
να ζει κανείς ή να μη ζει;
(Μάρτιος 1931 )
Κείμενο και επιμέλεια ποιημάτων: Λουκάς Θεοχαρόπουλος